Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Ταξίδι...

Το γραφείο της παραγεμισμένο με χαρτιά έμοιαζε να ασφυκτιά, να παλεύει για να σηκώσει το τόσο βάρος του χαρτιού που προσγειωνόταν κάθε τόσο στην επιφάνειά του. Το ρολόι της έδειχνε 12:04 και αυτό την άγχωνε γιατί έπρεπε να τελειώσει πριν τις τέσσερις. Η Άννα δούλευε επάνω σε αυτό το παλιό γραφείο που θύμιζε άλλες εποχές τα τελευταία χρόνια μιας και το αφεντικό της αγαπούσε τα παλιά αντικείμενα. Πίστευε πως έχουν μια διαφορετική αίγλη οι αντίκες και δεν είχε άδικο. Αυτό το γραφείο όμως δεν ήταν σαν όλα τα άλλα, μονάχα όσοι γνώριζαν τα μυστικά του κόσμου μπορούσαν να καταλάβουν πως αυτό το έπιπλο είχε μέσα του δυνάμεις παράξενες. Αυτό το έπιπλο ήταν κομμάτι από ένα μαγικό δέντρο γνωστό σε πολύ λίγους, που βρισκόταν κάποτε σε ένα δάσος, μακρινό κάπου στον Αμαζόνιο και οι ιερείς κάποιας χαμένης εδώ και δεκαετίες φυλής, το χρησιμοποιούσαν ως τόπο λατρείας. Γύρω από αυτό το ξύλο που σήμερα η Άννα αγχωνόταν, σημείωνε, διάβαζε, κάποτε άνδρες με μεγάλη δύναμη άγγιζαν το φλοιό του και ταξίδευαν σε μέρη άγνωστα…μακρινά… Σε μέρη που η σύγχρονη στενόμυαλη λογική θα βάφτιζε ως τόπους φανταστικούς….και πολλοί καλοπερασμένοι χαρτογιακάδες θα χλεύαζαν όποιον επιχειρούσε να τους εξηγήσει πως ο κόσμος είναι σαν βεντάλια μαζεμένη….πολλές πτυχές κρυμμένες, που μονάχα αν είσαι αρκετά ανοικτός, μπορεί να ανακαλύψεις την πραγματική ουσία και τα πραγματικά όρια αυτού…
Η Άννα όμως δεν έμοιαζε με τους άλλους ανθρώπους και το γραφείο της που είχε κάτι από το πνεύμα του μαγικού δέντρου το γνώριζε καλά αυτό. Μα τα χρόνια είχαν αλλάξει και οι εποχές που το δέντρο μιλούσε στις καρδιές των ανθρώπων είχαν περάσει πια…. Και το δέντρο δίσταζε να της αποκαλύψει λίγη από τη μαγεία του… Φοβόταν πια τους ανθρώπους, βλέπεις…το έκοψαν, το πλάνισαν, το τρόχισαν και το μετέτρεψαν από ένδοξο σύμβολο γενεών σε κάτι απλό, άψυχο.
Ένα χαρτί άγγιξε μια γωνία του γραφείου και επάνω του η μύτη ενός στυλό άρχισε να χαράζει γράμματα…Η Άννα έγραφε καμιά φορά τις σκέψεις της επάνω σε μια κόλα χαρτί όταν εκείνες την έπνιγαν και έπειτα απλά πετούσε το χαρτί και ένοιωθε ότι μαζί με αυτό πετάει και το βάρος στην ψυχή της. Το γραφείο ένοιωσε σαν άγγιγμα τα γράμματα που εκείνη άφηνε στο χαρτί και μία ανάμνηση της παλιάς εκείνης εποχής ξύπνησε μέσα του καθώς τα σύμβολα αποκτούσαν νόημα για εκείνο…. Με ενοχλεί ο κόσμος που δεν αλλάζει με τίποτα, που όσο πάει και τρελαίνεται, που η υποκρισία υπάρχει σχεδόν παντού……… Πριν ολοκληρώσει την πρότασή της η Άννα ένοιωσε μια δόνηση στο γραφείο της και τρόμαξε. Σεισμός πήγε να φωνάξει, μα όταν είδε τους συναδέλφους της ψύχραιμους να συνεχίζουν τη δουλειά τους παρέμεινε σιωπηλή. Μα το έπιπλο άφηνε μια ελαφριά δόνηση ξανά και ξανά. Άγγιξε την γυαλιστερή επιφάνεια του γραφείου της και τρομαγμένη διαπίστωσε πως το ξύλο κάτω από την παλάμη της είχε κάτι σαν …παλμό. Σίγουρα τα χάνω, σκέφτηκε η Άννα μα το δέντρο είχε ξυπνήσει πια για τα καλά. Οι παλιές αναμνήσεις άναψαν φωτιά στην ψυχή του και η μαγεία άρχισε να τρέχει στο χώρο παραμορφώνοντας στα μάτια της Άννας το γνώριμο περιβάλλον. Λες και άρχισε να βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα σύννεφο υγραερίου, αλλοιωμένα, παράξενα….. Και τότε το παλιό κέρας του αρχηγού βούιξε ξανά και το γραφείο γέμισε φως. Η Άννα είχε παγώσει από το φόβο της μα κάτι άγνωστο μέσα της την καθησύχαζε….
Φώς γέμισε ολόκληρος ο όροφος και ξαφνικά απόλυτο σκοτάδι…. Και μια στιγμή μετά εκατοντάδες αστέρια που έτρεχαν κατά πάνω της την έκαναν να σκεπάσει τα μάτια της τρομαγμένη από την ταχύτητα που διέσχιζε…..το άγνωστο. Τότε το γραφείο μίλησε. Χωρίς φωνή, μα απευθείας μέσα στην ψυχή της είπε…-Μη φοβάσαι, θα κάνουμε μαζί ένα ταξίδι διαφορετικό, θα γνωρίσεις την πρώτη ύλη του κόσμου σου και μαζί τον ίδιο σου τον εαυτό. -Μη φοβάσαι, εγώ είμαι μαζί σου. Της μιλούσε ένα έπιπλο και ……εκείνη απλά το πίστευε. Η αμφιβολία σαν να είχε χαθεί μια και καλή από το είναι της και παραδομένη, σχεδόν υπνωτισμένη, κοίταζε το τοπίο που άλλαζε αστραπιαία γύρω της. Είδε σώματα ουράνια παράξενα, λίμνες αστεριών, γεωμετρικά σχήματα και στολές από κάποιους άλλους κόσμους ή χρόνους να παρελαύνουν μπροστά της…..Τα είχε χαμένα, όμως ένα αίσθημα πληρότητας μέσα της την έκανε να νοιώθει πως είναι ευτυχισμένη…. Για πρώτη φορά στη ζωή της ολοκληρωτικά ευτυχισμένη. Οι εναλλαγές στο οπτικό της πεδίο πάγωσαν ξαφνικά και βρέθηκε καθισμένη σε μια παραλία, σε ένα μέρος εντελώς άγνωστο για εκείνη, ένα μέρος που σε τίποτα δεν θύμιζε Γή. Η λογική της ούρλιαζε και της έλεγε να πανικοβληθεί, μα η καρδιά της είχε μια πρωτόγνωρη γαλήνη και τα μάτια της σάρωναν το τοπίο αργά, με ηρεμία, λες και ήθελαν άπληστα να αποτυπώσουν κάθε κομμάτι αυτού του νέου κόσμου για πάντα στη μνήμη της. Ο ορίζοντας χανόταν μέσα στη θάλασσα και ο ουρανός είχε ένα χρώμα που με καμία από τις γνωστές της λέξεις δεν μπορούσε να περιγράψει…. Άγγιξε το γραφείο της και χάρηκε προς στιγμή που είχε κοντά της κάτι οικείο. Προσπάθησε να επικοινωνήσει ξανά μαζί του μα εκείνο έμοιαζε πλέον άψυχο…σκέτο ξύλο.
– Εδώ είμαι Άννα, μαζί σου, όπως υποσχέθηκα, άκουσε μια φωνή πίσω από την πλάτη της και γύρισε τρομαγμένη. –Είμαι το πνεύμα της Γής και κατοικούσα για χρόνια ολόκληρα στο γραφείο σου. Εδώ και καιρό ήθελα να σου μιλήσω μα δεν έβρισκα το θάρρος. Τα λόγια όμως που έγραψες με ξύπνησαν και πάλι. Ένας καμπουριαστός άνδρας τυλιγμένος με ένα μαύρο βαρύ ένδυμα σαν παλτό, την κοίταζε κατάματα καθώς της μιλούσε. Ήταν μεγαλόσωμος, με μακριά λευκή γενειάδα και αραιά κοντά μαλλιά που κρύβονταν κάτω από την κουκούλα που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού του. Πρέπει να ήταν μεγάλος σε ηλικία …πολύ μεγάλος σίγουρα σκέφτηκε η Άννα, μα πριν ολοκληρώσει τη σκέψη της, εκείνος μίλησε ξανά και σαν να είχε διαβάσει την απορία της είπε..- Η ηλικία και τα χρόνια δεν παίζουν κανένα ρόλο στο δικό μου κόσμο, μονάχα τα συναισθήματα, και οι ερωτήσεις μαζί με τις απαντήσεις που τα γεννούν έχουν εδώ σημασία. Καλώς ήλθες στον κόσμο του Γιατί…..και συνέχισε. -Έγραψες πριν λίγο επάνω στο χαρτί ότι σε ενοχλεί ο κόσμος που δεν αλλάζει με τίποτα, που παραμένει σταθερά χαζός, διεφθαρμένος, λίγος, τρελός…. Μικρή μου Άννα ο κόσμος όμως είμαστε εμείς, ο φίλος σου, οι συνεργάτες σου, οι γείτονες σου….. Μικρές ομάδες ανθρώπων, που ενώνονται σε μια μεγάλη…αυτό είναι ο κόσμος. Αν ξεκινήσεις δυναμικά λοιπόν τις αλλαγές από το δικό σου μικρό κόσμο, αν αποφασίσεις και καταφέρεις να επηρεάσεις τους γύρω σου θετικά και τους εμπνεύσεις καλοσύνη, τότε το καλό, σαν κύμα θα ξεκινήσει να απλώνεται στον κόσμο. Στην αρχή θα είναι μικρό και θα πνίγεται από τα υπερωκεάνια της βλακείας και της κακίας, μα σιγά σιγά θα δυναμώνει και θα καταφέρει να ανατρέψει στο τέλος τα τεράστια σκουριασμένα καράβια-νοοτροπίες. Η κοπέλα στο άκουσμα των παραπάνω γέλασε, -Καημένο πνεύμα, είπε με σιγανή φωνή, -Οι ονειροπόλοι και οι οραματιστές καταλήγουν συνήθως νεκροί ή με την ταμπέλα του τρελού, η ιστορία το έχει αποδείξει αυτό και το μόνο που μπορείς να πετύχεις με αυτό στην καλύτερη περίπτωση είναι ο χλευασμός. Τα τζίνια καλύτερα να γυρίσουν στα λυχνάρια τους κι εγώ στη δουλειά μου γιατί έχω πραγματικά πολλά να κάνω σήμερα. Ο παράξενος γέροντας γέλασε δυνατά και από τα σκούρα καφέ γήινα μάτια του, η Άννα είδε να βγαίνουν φωτιές. Άνοιξε τα χαρακωμένα χείλη του και απάντησε…-Αν σκέφτονταν έτσι οι πραγματικά μεγάλοι του κόσμου αυτού, η Γή μας θα βρισκόταν ακόμα στον μεσαίωνα. Τα ανώτερα ιδανικά και οι αρχές θα ήταν ανέκδοτα γύρω από τραπέζια ανθρώπων που καταναλώνουν ωμό κρέας και οι τέχνες θα έμοιαζαν άγνωστη λέξη. Είναι απλό να αλλάξεις τον κόσμο, απλά άσε τα όνειρά σου να τρέξουν ελεύθερα στην καθημερινότητά σου. Και αν σε κοροϊδέψουν, εσύ χαμογέλα, αν σε κρίνουν, εσύ κατανόησε, αν σε χτυπήσουν με τα λόγια τους απλά λυπήσου τους, αν επιμένουν, απλά χαμογέλα ξανά, αν σε πιέζουν, εσύ μην πιεστείς, η ζωή είναι μικρή και οι άνθρωποι μια χούφτα χώμα είστε κάτι χρόνια και στάδια πριν από την τελική σας κατάληξη. Αγάπα με όλη σου την καρδιά, γέλα δυνατά, αγνόησε τις γνώμες των λίγων και ξεκίνα να χτίσεις το δικό σου κόσμο. Όλα τα υλικά σου έχουν δοθεί…. Απλά κάνε το. Μπορείς να κάνεις ότι θες, μπορείς να γίνεις τα πάντα αρκεί να το πιστέψεις……. Τελειώνοντας τα λόγια του και νοιώθοντας την καρδιά της Άννας να αμφιβάλει ακόμα, πέταξε το πανωφόρι του και μέσα σε μία έκρηξη φωτιάς, εκείνη είδε ένα νέο άνδρα με δυνατό σώμα και απίστευτη ομορφιά να την κοιτάζει χαμογελαστός στη θέση του γέροντα. –Εγώ το πνεύμα της Γής, ακόμα και αν οι άνθρωποι με παρουσιάζουν σαν γερασμένο κουρασμένο και φθαρμένο, στην ουσία κοροϊδεύουν απλά τον εαυτό τους. Νομίζετε πως είστε τόσο μεγάλοι κάτι φορές εσείς οι άνθρωποι, που πραγματικά από την κρυψώνα μου σας παρατηρώ και σκάω στα γέλια. Ανακυκλώστε, σώστε τα δάση, σώστε τον κόσμο μας, τον πλανήτη μας .Περιορίστε τα καυσαέρια καταστρέφουν τη Γή μας. Αρνείστε ακόμα και να το θέσετε σωστά. Θα μπορούσατε κάλλιστα να πείτε, σώστε το τομάρι σας, τα παιδιά σας, το μέλλον σας. Έχω αντέξει εκατομμύρια χρόνια και όπως βλέπεις τα νιάτα δεν μου λείπουν…. Ακόμα και αν όλα τα πυρηνικά σας σκάσουν επάνω στο πρόσωπό μου μεμιάς ,ακόμα και τότε εγώ θα είμαι εδώ και θα ξαναχτίσω τον κόσμο μου από την αρχή…εσείς θα χαθείτε, μόνο εσείς,,,,, άπληστα μυρμήγκια, αυτό είστε πολλές φορές οι άνθρωποι..…..
Άπλωσε το χέρι του και η Άννα τοποθέτησε το δικό της μέσα στη δυνατή παλάμη. Το πνεύμα άρχισε να χορεύει μαζί της ένα χορό χωρίς μουσική, ένα χορό πρωτόγνωρο για εκείνη μα πολύ ευχάριστο. –Αυτός είναι ο χορός της δύναμης, σε προετοιμάζω για το χείμαρρο των απαντήσεων που θα επισκεφτούμε σε λίγο. Πρέπει να είσαι δυνατή αν θες να καταλάβεις το γιατί, αν θες οι ερωτήσεις σου να απαντηθούν. Και ο χορός γινόταν εντονότερος και η Άννα παραδομένη χαμογελούσε πλατιά….αληθινά…σαν τότε που ήταν μικρό κορίτσι. Και το σκηνικό άλλαξε και πάλι, ένας τεράστιο καταρράκτης κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το οπτικό της πεδίο και ένα νερό βαμμένο κόκκινο πάφλαζε καθώς προσγειωνόταν άγρια στα βράχια. –Αυτός είναι ο καταρράκτης της αλήθειας, είναι βαμμένα κόκκινα τα νερά του γιατί μεγάλοι έχυσαν το αίμα τους για την αλήθεια που εσύ σήμερα θα νοιώσεις….. Η Άννα μαγεμένη, απλά παρακολουθούσε παγωμένη, λες και δεν μπορούσε να αντιδράσει. Τα χείλη της έμοιαζαν κλειστά μα συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να μιλήσει με τη σκέψη της και μόνο….και μίλησε…-Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ίσες ευκαιρίες; -Γιατί να υπάρχει πείνα και εξαθλίωση στον κόσμο; Ο καταρράκτης στο άκουσμα της σκέψης της αγρίεψε ξαφνικά και τα νερά του έγιναν ένα τόνο πιο κόκκινα. Μια υδάτινη μορφή σχηματίστηκε στα τρεχούμενα νερά και η Άννα ένοιωσε φόβο. Μία φωνή βαριά ακούστηκε και εκείνη έσφιξε το χέρι του νεαρού άνδρα που βρισκόταν στο πλάι της. – Ο κόσμος είναι άδικος, ακούστηκε η φωνή να λέει, γιατί οι άνθρωποι είμαστε άδικοι. Κοιτάζουμε μονάχα τον εαυτό μας και το συμφέρον μας και αγνοούμε εκείνους που υποφέρουν, που πονάνε, που παλεύουν για κάτι καλύτερο. Επαναπαυόμαστε επάνω στα βελούδινα μαξιλάρια μας και κάνουμε πως δεν υπάρχει τρίτος κόσμος, φτώχεια, αδικία. Χοντραίνετε τις κοιλιές σας, πετάτε τα χρήματά σας και η πνευματική οκνηρία και στενομυαλιά τοποθετούν στα μάτια σας παρωπίδες. Απολαμβάνετε διαμάντια στα χέρια των γυναικών σαν χωρίς να ξέρετε πως τροφοδοτείτε τον ίδιο τον θάνατο με αυτή την κίνηση, ( τα ακούς συγγραφέα του συγκεκριμένου κειμένου; Είσαι άθλιος), χαίρεστε με τις ανέσεις σας, χωρίς να αντιλαμβάνεστε ότι κάποιοι δουλεύουν σαν δούλοι για να απολαμβάνεται εσείς χαμηλές τιμές και προσιτή πολυτέλεια. Και όταν πέσουν στην αντίληψή σας κομμάτια από την αλήθεια και την εξαθλίωση κάποιων συμπολιτών σας, δικαιολογείτε το μπάχαλο βαφτίζοντάς το τρίτο κόσμο, κακή διακυβέρνηση και με χίλια ακόμα ονόματα. Έτσι απολαμβάνεται να παίρνεται μονάχα από τους άλλους χωρίς να δίνεται το παραμικρό για την αρμονία και το καλό του ίδιου σας του κόσμου. Είστε αξιολύπητοι, αλαζόνες και φυσικά ηλίθιοι. Τα μάτια της Άννας γέμισαν δάκρυα και η ψυχή της θυμό…..ο καταρράκτης της αλήθειας είχε δίκιο, έτσι σκεφτόταν και εκείνη τον κόσμο. Τα πράγματα τα είχαμε κάνει πραγματικά άσχημα μόνοι μας και εκείνη ντρεπόταν που είχε την ιδιότητα και τον τίτλο του ανθρώπου. Έσφιξε τα δόντια της, μάζεψε το κουράγιο της και με φωνή τρεμάμενη, κανονική φωνή αυτή τη φορά, φώναξε…-Γιατί να μην είμαστε ποτέ απόλυτα ειλικρινής; Γιατί η ειλικρίνεια να θεωρείτε αφέλεια; Γιατί το ψέμα δίνει και παίρνει παντού; -Γιατί εσύ καταρράκτη της αλήθειας δεν χύνεσαι στον κόσμο μας να ξεπλύνεις το τόσο κακό; Και ο καταρράκτης μίλησε ξανά με ακόμα δυνατότερη φωνή. – Η ειλικρίνεια υπάρχει ακόμα στον κόσμο, στα μάτια των νέων εραστών, στο κλάμα ενός μωρού, στο χρώμα των φυτών που ανθίζουν κάθε άνοιξη παρά τη φτήνια των ανθρώπων, στην τέχνη που φωτίζει τα σκοτάδια της ψυχής, σε ένα χαμόγελο παιδικό, σε ένα δάκρυ γνήσιο σαν το δικό σου αυτή τη στιγμή. Έτρεξαν τότε τα νερά, άλλαξαν φορά και την τύλιξαν ολόκληρη, μα δεν ήταν νερό αληθινό, ήταν σαν μια ζέστη μονάχα και φώς…..η Άννα άλλαζε, άλλαζε ξαφνικά και για πάντα….. Λες και η σοφία του κόσμου ολόκληρου να μεταλαμπαδεύτηκε μέσα της σε μια στιγμή. Δάκρυα και χαμόγελο φώτισαν το πρόσωπό της και τα πνευμόνια της ρούφηξαν άπληστα τον αέρα της αλήθειας….. –Με σένα έγινε η αρχή της είπε το πνεύμα της Γής, που χαμογελούσε δίπλα της. –Είσαι η πρώτη μιας νέας γενιάς, η αρχή ενός νέου κόσμου, εσύ θα ξεκινήσεις μια νέα εποχή, μια εποχή αλλαγής, αναδόμησης του κόσμου.
–Εγώ; Είμαι μικρή μόνη, λίγη….απάντησε η Άννα και το πνεύμα μαζί με τον καταρράκτη της αλήθειας χαμογέλασαν. Κανένας δεν είναι λίγος όταν το μυαλό του είναι ανοικτό, όταν η ψυχή του καθαρή και όταν τα όνειρα καίνε μέσα του. -Άλλωστε δεν είσαι μόνη, έχεις κι εμάς δίπλα σου σε αυτό το ταξίδι….προχώρα λοιπόν και μη φοβάσαι τίποτα. -Άλλαξε τον κόσμο…μπορείς….χαμογέλα!!!!!!!! Και το πνεύμα της Γής την έπιασε από τα χέρι και ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής.
–Γιατί διάλεξες εμένα του είπε; γιατί εμένα ανάμεσα σε τόσους; Και το πνεύμα της είπε…- γιατί απλά έχεις τα κατάλληλα μάτια της απάντησε, τον κατάλληλο τρόπο σκέψης.. κάτι εντελώς σπάνιο και χαμογέλασε λίγο πριν χαθεί. Και το γραφείο εμφανίστηκε ξανά μπροστά της. Η Άννα κάθισε στην καρέκλα της και το ταξίδι ξεκίνησε.
Άνοιξε τα μάτια της μια στιγμή μετά και ο ήχος του τηλεφώνου της ήταν το πρώτο που άκουσε. Τίναξε το κεφάλι της ζαλισμένη και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν και πάλι στον εργασιακό της χώρο. Κοίταξε το ρολόι της και έμοιαζε σαν να μην έχει περάσει ούτε ένα λεπτό. 12:04…… Παράξενο…ίσως κοιμήθηκε όρθια και ονειρεύτηκε, ίσως απλά να τα χάνει. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Ανασήκωσε για λίγο τα μαλλιά της και κοίταξε το βλέμμα της στον καθρέφτη….τα μάτια της είχαν κάτι αλλιώτικο……παράξενο. Γύρισε στο γραφείο της, άγγιξε το ξύλο, μα δεν ένοιωσε καμία δόνηση πια. Ακούμπησε το αυτί της επάνω στη λεία επιφάνεια και γεμάτη έκπληξη άκουσε τα νερά του καταρράκτη της αλήθειας να τρέχουν και πάλι…..
( σε όσους θέλουν ακόμα να αλλάξουν τον κόσμο, μα και σε όσους πιστεύουν ακόμα στα όνειρα).

Δεν υπάρχουν σχόλια: