Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Της σκούπας το κοντάρι....

Ήμουν δεν ήμουν οκτώ ετών όταν ανακάλυψα εκείνο το μαγικό μέσα μου που έκανε τη ραχοκοκαλιά να ηλεκτρίζεται και τις τρίχες στα χέρια μου να σηκώνονται. Εκείνη την εποχή ήθελα να γίνω κυνηγός, ήθελα να γίνω σαν τον Mπλέκ που διάβαζα. Είχα ένα μεταλλικό ''σκουπόξυλο'' και ήταν το τουφέκι μου. Το σήκωνα στον αέρα και σημάδευα αληθινά πουλιά, τραβούσα τη σκανδάλη και τα έβλεπα να πέφτουν χαμηλά μέχρι το έδαφος. Μα δεν πέθαιναν, μονάχα κατέβαιναν μέχρι κάτω και πετούσαν μετά από λίγο και πάλι. Στην αρχή απορροφημένος από το παιχνίδι δεν έδωσα σημασία μα καθώς οι μέρες περνούσαν, έκπληκτος συνειδητοποίησα πως κάθε φορά που σημάδευα ένα πτηνό εκείνο ανταποκρινόταν. Το δοκίμασα δεκάδες φορές πριν τρομάξω και πετάξω μακριά το αυτοσχέδιο φανταστικό μου όπλο. Κάτι δεν πήγαινε καλά σκέφτηκα και για μερικά βράδια δεν κοιμήθηκα εύκολα, μα τελικά το ξέχασα. Χρόνια μετά βρήκα και πάλι το κοντάρι της σκούπας στην αποθήκη, παραδομένο στη σκουριά και γεμάτο τρύπες, το πήρα στα χέρια μου και θυμήθηκα εκείνες τις παράξενες στιγμές. Ένιωσα περίεργα και ενώ μπήκα στον πειρασμό να το δοκιμάσω ξανά, τελικά δεν το έκανα.Ήμουν πολύ μεγάλος πια για μαγεία και απογοητεύσεις από την έλλειψή της. Θυμήθηκα μονάχα ότι κάποτε ο πιτσιρικάς που το κρατούσε το έστρεψε επάνω σε άνθρωπο  και ένιωσα θλίψη για το παιδί, πριν κλείσω την πόρτα της αποθήκης πίσω μου.....

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ένα λουλούδι.

Ήταν κάποτε ένα λουλούδι που ζούσε μέσα σε ένα κήπο γεμάτο αγριόχορτα. Μοναδικό και κατακόκκινο ανάμεσα στα ζιζάνια, αποτελούσε το καμάρι της γυναίκας που έμενε στο μικρό σπίτι. Έβγαινε εκείνη με μαλλιά ανακατεμένα, με ρούχα άπλυτα και βλέμμα χαμένο στον κήπο κάθε απόγευμα για να το ποτίσει και ο κόσμος την κοίταζε περίεργα στη γειτονιά. Το φυτό σαν να ήξερε, την ευχαριστούσε λες με το δικό του τρόπο. Ευωδίαζε με ένα άρωμα μοναδικό τον αέρα και οι άνθρωποι απορούσαν για εκείνο τον παράξενο κήπο, για εκείνη την παράξενη γυναίκα.
Μια μέρα η γυναίκα δεν φάνηκε, ούτε την επομένη μα ούτε και τρεις μέρες μετά. Όταν τη βρήκαν κρεμασμένη σε ένα αυτοσχέδιο βρόγχο, όλοι κούνησαν το κεφάλι τους σαν να γνώριζαν μέσα από τη μικροαστική σοφία τους ότι έτσι θα κατέληγαν τα πράγματα.Μα δεν έκαναν τίποτα για να το αλλάξουν, περίμεναν ηδονικά τα κακά νέα για να γεμίσουν το κενό τους.
Ήταν κάποτε ένα παιδί, αγόρι νομίζω, μα πάνε χρόνια και η εικόνα έχει θολώσει πια μέσα στη μνήμη μου. Το παιδί μπήκε στον έρημο πια κήπο και ξερίζωσε προσεκτικά το λουλούδι. Το κοίταξε μαραμένο μέσα στη χούφτα και ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια του. Έπεσε πάνω στις τραυματισμένες ρίζες του φυτού κι εκείνο σχεδόν νεκρό, το ρούφηξε και κρατήθηκε στη ζωή. Και από τότε το λουλούδι και το παιδί έγιναν αχώριστοι. Άνθιζε ξανά κάθε σούρουπο μέσα στη νέα του αυλή και ο κόσμος απορούσε. ''Πώς ένα παιδί έκανε κάτι τέτοιο, γιατί να το κάνει;'' '' Έπρεπε να αφήσει το λουλούδι να χαθεί μαζί με εκείνη'' είπαν κάποιοι και οι πολλοί ένευσαν καταφατικά.
Το παιδί τους άκουσε και κατάλαβε πως το λουλούδι του κινδύνευε από του κόσμου την κακία. 'Επρεπε να κάνει κάτι, μα ήταν μονάχα παιδί. Ρώτησε το λουλούδι προβληματισμένο, κι εκείνο γνώστης της σοφίας της φύσης, άφησε τον κορμό του να σπάσει και έπεσε νεκρό αυτή τη φορά στα χέρια του. Το παιδί πήρε το λουλούδι και το έκρυψε μέσα στο βιβλίο που έγραφε τις σκέψεις του και το άφησε να ξεραθεί. Μέσα στο μυστικό τετράδιο που άφηνε το σκοτάδι και το φως της ψυχής του να χορέψουν καθώς μεγάλωνε και προσπαθούσε να καταλάβει του κόσμου το λίγο, έκρυψε το άνθος του για πάντα. Λυπήθηκε για το χαμό μα κράτησε το σπάνιο άρωμα στις σελίδες του.... Κάθε που άνοιγε το βιβλίο για να γράψει το λουλούδι του ήταν ξανά εκεί....