Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Ένα λουλούδι.

Ήταν κάποτε ένα λουλούδι που ζούσε μέσα σε ένα κήπο γεμάτο αγριόχορτα. Μοναδικό και κατακόκκινο ανάμεσα στα ζιζάνια, αποτελούσε το καμάρι της γυναίκας που έμενε στο μικρό σπίτι. Έβγαινε εκείνη με μαλλιά ανακατεμένα, με ρούχα άπλυτα και βλέμμα χαμένο στον κήπο κάθε απόγευμα για να το ποτίσει και ο κόσμος την κοίταζε περίεργα στη γειτονιά. Το φυτό σαν να ήξερε, την ευχαριστούσε λες με το δικό του τρόπο. Ευωδίαζε με ένα άρωμα μοναδικό τον αέρα και οι άνθρωποι απορούσαν για εκείνο τον παράξενο κήπο, για εκείνη την παράξενη γυναίκα.
Μια μέρα η γυναίκα δεν φάνηκε, ούτε την επομένη μα ούτε και τρεις μέρες μετά. Όταν τη βρήκαν κρεμασμένη σε ένα αυτοσχέδιο βρόγχο, όλοι κούνησαν το κεφάλι τους σαν να γνώριζαν μέσα από τη μικροαστική σοφία τους ότι έτσι θα κατέληγαν τα πράγματα.Μα δεν έκαναν τίποτα για να το αλλάξουν, περίμεναν ηδονικά τα κακά νέα για να γεμίσουν το κενό τους.
Ήταν κάποτε ένα παιδί, αγόρι νομίζω, μα πάνε χρόνια και η εικόνα έχει θολώσει πια μέσα στη μνήμη μου. Το παιδί μπήκε στον έρημο πια κήπο και ξερίζωσε προσεκτικά το λουλούδι. Το κοίταξε μαραμένο μέσα στη χούφτα και ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια του. Έπεσε πάνω στις τραυματισμένες ρίζες του φυτού κι εκείνο σχεδόν νεκρό, το ρούφηξε και κρατήθηκε στη ζωή. Και από τότε το λουλούδι και το παιδί έγιναν αχώριστοι. Άνθιζε ξανά κάθε σούρουπο μέσα στη νέα του αυλή και ο κόσμος απορούσε. ''Πώς ένα παιδί έκανε κάτι τέτοιο, γιατί να το κάνει;'' '' Έπρεπε να αφήσει το λουλούδι να χαθεί μαζί με εκείνη'' είπαν κάποιοι και οι πολλοί ένευσαν καταφατικά.
Το παιδί τους άκουσε και κατάλαβε πως το λουλούδι του κινδύνευε από του κόσμου την κακία. 'Επρεπε να κάνει κάτι, μα ήταν μονάχα παιδί. Ρώτησε το λουλούδι προβληματισμένο, κι εκείνο γνώστης της σοφίας της φύσης, άφησε τον κορμό του να σπάσει και έπεσε νεκρό αυτή τη φορά στα χέρια του. Το παιδί πήρε το λουλούδι και το έκρυψε μέσα στο βιβλίο που έγραφε τις σκέψεις του και το άφησε να ξεραθεί. Μέσα στο μυστικό τετράδιο που άφηνε το σκοτάδι και το φως της ψυχής του να χορέψουν καθώς μεγάλωνε και προσπαθούσε να καταλάβει του κόσμου το λίγο, έκρυψε το άνθος του για πάντα. Λυπήθηκε για το χαμό μα κράτησε το σπάνιο άρωμα στις σελίδες του.... Κάθε που άνοιγε το βιβλίο για να γράψει το λουλούδι του ήταν ξανά εκεί....