Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Ένα κίτρινο τετράδιο...

Ξεκίνησα να γράφω κάπου στα 8 μου. Διασκέδαζα γράφοντας ειδήσεις επάνω σε τετράγωνα μεγάλα post it χαρτάκια. Ειδήσεις αστείες, γεμάτες με το ξεπερασμένο πλέον χιούμορ της δεκαετίας του 80, που έκαναν τους ακροατές μου να σκάνε στα γέλια τα βράδια στο τζάκι όταν τα διάβαζα δυνατά. Ήμουν και πονηρός όμως, μου άρεσαν πολύ τα πιπεράτα νέα και οι καυτές εμπλοκές των διασήμων εκείνης της εποχής… (σταμάτα να γελάς).
Κάθε χρωματιστό χαρτάκι και ένα θέμα ειδήσεων, το κίτρινο χαρτάκι ο καιρός, το μπλε εσωτερικά νέα, το ροζ νέα από τον κόσμο. Πάντα θυμάμαι ξεκινούσα ανάποδα, πάντα άρχιζα να γράφω πρώτα για τον καιρό. Μη γελάτε σας βλέπω και διαβάζω τη σκέψη σας και ναι ξέρω πως από μικρός ήμουν ανάποδος (σταμάταααααααα). Προσπάθησα να εκφραστώ και με άλλους τρόπους φυσικά, όπως με τη ζωγραφική, αλλά δεν μου καθόταν με τίποτα καλά βρε παιδί μου και τα σχέδιά μου πιο πολύ με λασπωμένες ασπρόμαυρες μουτζούρες έμοιαζαν, παρά με τέχνη. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω να γράφω….
Ώσπου κάποια στιγμή οι ειδήσεις δεν με γέμιζαν πια και αποφάσισα κάπου στα 13 μου με τα πρώτα βέλη του έρωτα να έχουν κάνει σουρωτήρι την καρδιά μου, να γράψω κάτι πιο εκλεπτυσμένο ας πούμε, κάτι πιο δυνατό… κάτι που ίσως να μπορούσα να χαρίσω και στην κοπέλα που με ενδιέφερε…. Και έτσι άρχισα να γράφω παραμύθια, ιστοριούλες αγάπης (για μικρές κατίνες….Λέλος Μαντάς μπλιάξ…), και φυσικά στίχους. Το παράξενο ήταν πως οι στίχοι μου έβγαιναν πολύ εύκολα σε σχέση με όλα τα άλλα και αποφάσισα να τους κάνω μία και δύο τραγούδι….αγαπούσα τότε, (έτσι νόμιζα) μια κοπέλα που μόλις με είχε χωρίσει μετά από σχέση μίας εβδομάδας και με το τραγούδι πίστευα πως θα καταφέρω να την κερδίσω πίσω. Έτσι πήρα ένα φίλο που έπαιζε κιθάρα, σκαρώσαμε μια μελωδία και ιδού το πρώτο μου κομμάτι-δημιούργημα. Ένοιωθα περήφανος σαν παραγεμισμένος γάλος λίγο πριν μπει στο φούρνο και διαφήμιζα παντού το μεγάλο μου κατόρθωμα. Το κομμάτι ήταν πραγματικά καλό και η φωνή μικρού Παππακωνσταντίνου (έκανα μιμήσεις ροκάδων πολύ καλά τότε ) το έκανε να δείχνει ακόμα καλύτερο. Και να που έφτασε η πρωτοχρονιά και το καημένο γαλόπουλο μπήκε στο φούρνο και τσουρουφλίστηκε για τα καλά…. Το τραγούδι μου έτοιμο σε κασέτα στολισμένη με ένα κόκκινο φιόγκο (μη γελάς λέμεεεεε) ετοιμαζόταν να παραδοθεί στα χέρια της καλής μου,,,,, όταν στο δρόμο την είδα γεμάτος έκπληξη στα πόδια του χμ δεν θυμάμαι καν το όνομα, θυμάμαι όμως ότι ήμασταν τότε παρέα, με τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του και τα χέρια του να χαϊδεύουν απροκάλυπτα τα οπίσθιά της. Γαμώτο κι εγώ τη φιλούσα με πάθος και ντρεπόμουν μη με πει λιγούρη……. Και η κασέτα μου έτσι, μπήκε στο συρτάρι ντροπιασμένη για χρόνια, μέχρι που ένα βράδυ ζαλισμένος από τα πολλά την έκαψα μαζί με εκείνο το κίτρινο τετράδιο………
Το αγόρασα αυτό το τετράδιο από το τοπικό βιβλιοπωλείο ένα μεσημέρι του Μαΐου, κάπου πριν αρχίσουν οι προαγωγικές εξετάσεις για να πάω στη Δευτέρα λυκείου. Πλησίασα στο ράφι με τα πολύχρωμα σημειωματάρια και πήρα το ωχρό, το κίτρινο, που έμοιαζε αρρωστιάρικο και κανείς δεν το προτιμούσε. Είχε πολλές σειρές με διάφορα χρώματα, μα τα κιτρινωπά δεν τα ήθελαν και η στοίβα ήταν σχεδόν άθικτη. Έτσι προτίμησα να πάρω κάτι διαφορετικό, μιας και εκείνα που θα έγραφα μέσα στα σωθικά του χλωμού τετραδίου μου, επιδίωκα να είναι κι εκείνα διαφορετικά και μοναδικά, ίσως αν θέλετε και παρεξηγημένα, όπως το χρώμα που οι θείτσες το βάφτισαν χρώμα του μίσους. Εκεί αποφάσισα να γράψω όλα όσα θα θεωρούσα σημαντικά, θα το μετέτρεπα έτσι από άψυχο χαρτί σε μελλοντική ανάμνηση. Όμως μιας και το να κρατάει ημερολόγιο ένα αγόρι ήταν λίγο αδερφίστικο, αποφάσισα να το βαφτίσω προσωπικό μου αρχείο. Έτσι έγραψα και στο τετράγωνο του εξωφύλλου εκεί που βάζεις το ονοματεπώνυμό σου. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ- ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΤΕ. Τι μαλακία που ακούγεται σήμερα (συγνώμη που βρίζω η έλλειψη παιδείας βλέπεις) αλλά τότε είχε κύρος για μένα η όλη φάση. Όπλισα λοιπόν τον parker στυλό (τρελό προνόμιο τότε να έχεις τέτοιο)….μα διαπίστωσα με λύπη μου πως δεν είχα τίποτα να πω…..πραγματικά τίποτα, και το στυλό μου παρέμεινε άπραγο. Ήμουν απλά ένας συνηθισμένος έφηβος, σχεδόν,….σκατά…. (ξανά συγνώμη).Απογοητεύτηκα και το κλείδωσα λοιπόν στο συρτάρι.
Λες και οι μοίρες (κατινίστικο ακούγεται, ξέρω αλλά σταμάτα να γελάς επιτέλους) να άκουσαν την επιθυμία της ψυχής μου να γράψει κάτι πραγματικά σημαντικό, έστειλαν σε μένα τη συνταγή και την πρώτη ύλη της επιτυχίας σε τέτοιες περιπτώσεις….πόνο, ανακατεμένο με αγάπη, λίγη τρέλα και μια μεγάλη δόση μαυρίλας. Και το στυλό μου (όχι ο parker αλλά ένας ψευτό bic, κάπου τον είχα χάσει στο μεταξύ τον καλό ) άρχισε να παίρνει φωτιά μαζί με ολόκληρο τον κόσμο μου που…. τόσο απλά… ξεκίνησε να καταρρέει. Κατάλαβα πως είμαι μικρός ενώ νόμιζα πως είμαι κάποιος, κατάλαβα πως είμαι θνητός και εύθραυστος ενώ πίστευα πως ήμουν δυνατός, κατάλαβα πως δεν έχω τίποτα ενώ πίστευα πως είχα τα πάντα. Και τότε γνώρισα για πρώτη φορά της ψυχής μου το σκοτάδι και φοβήθηκα πολύ. Είχα διαβάσει πολλά, γνώριζα τη βρωμιά και την κακία του κόσμου, το ψέμα και το άσχημο, θεωρητικά όμως μονάχα. Όταν η θεωρία πέρασε στην πράξη και οι πληγές άρχισαν να σημαδεύουν την ψυχή μου, φοβήθηκα πολύ, τα πάντα….ακόμα κι εμένα τον ίδιο. Έτσι άρχισε αγαπητοί μου ο προσωπικός μου μεσαίωνας. Θάνατος, ανασφάλεια, προδοσία, αρρώστια, διαδέχονταν το ένα το άλλο ώσπου………………………………………το απόλυτο με τύλιξε… το σχεδόν απόλυτο…σκοτάδι. Η ζωή άλλαξε, εγώ άλλαξα και κανένας φιλόσοφος,κανένας ιερέας και κανένας γιατρός δεν μπορούσε να καθαρίσει τον καπνό που τύλιγε τη σκέψη μου. Οι δε φίλοι μου με εγκατέλειψαν βαφτίζοντάς με τρελό, πρεζάκια και ότι άλλο θες. Πάλευα πολύ, δεχόμουν κριτική, γιατροσόφια, ξερολισμούς και απλά έσκυβα το κεφάλι. Είχα άποψη, μα καθόλου δύναμη για να την εκθέσω ή να την υπερασπιστώ. Απλά σώπαινα και τα χρόνια πέρασαν. Λειτουργούσα με χίλια ζόρια επειδή ακόμα αγαπούσα τη ζωή, πάλευα να βγω από όλο αυτό, αλλά οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν….. Και το κίτρινο σημειωματάριο γέμιζε…….στίχους, σκέψεις, φρίκη, στιγμές εσωτερικής γαλήνης και μετά ξανά φόβος, ξανά σκοτάδι…

Σήμερα η καρδιά μου νόμιζα πως θα σπάσει, ο σφυγμός μου ήταν δυνατός και η ταχυπαλμία που έμοιαζε με γροθιές στο στήθος, με τρόμαζε. Δεν είμαι καλά και πρέπει να είμαι, δεν μπορώ να τα παρατήσω τώρα πρέπει να τα καταφέρω….
Οι άνθρωποι τελικά είναι άχρηστοι, κανένας δεν μπορεί να καταλάβει. Χθες άκουσα για πρώτη φορά να μου λένε με τη λαϊκή κατινοσοφία….-βρε παιδί μου, μήπως αυνανίζεσαι υπερβολικά γι αυτό σάλταρες;;;; …τα σχόλια περιττά…
Σήμερα την είδα ξανά μα δεν είχα το κουράγιο να της μιλήσω, κανένας δεν κατάλαβε ποτέ γιατί να το κάνει εκείνη; Είναι τόσο όμορφη, τόσο μοναδικά ξεχωριστή, όταν την κοιτάζω μοιάζει σαν να μη με τρομάζει τίποτα, λες και όλα είναι καλά….πόση ανάγκη την έχω….
Ο Νίκος ήρθε σπίτι μου και ήπιαμε καφέ, κάναμε και ένα τσιγάρο μαζί, ίσως τελικά να υπάρχει φιλία….
Το σχολείο έμοιαζε με φυλακή σήμερα, τα πόδια μου έτρεμαν και φοβόμουν πολύ, δεν ήθελα να είναι έτσι….γιατί να είναι έτσι…..
Η μάνα δεν είναι καλά, θα πεθάνει ακούω και καταρρέω, οι δουλειές δεν πάνε καλά, οι άνθρωποι επίσης, εγώ πιο πολύ από όλους…τι θα κάνω…;
Προσεύχομαι, αναζητώ, διαβάζω πολύ, μα δεν μπορώ να καταλάβω, μοιάζει ο κόσμος ξένος κι εγώ παράσιτο επάνω του….ανησυχώ.
Την ξαναείδα, ομόρφυνε περισσότερο, τα μάτια της με κοίταξαν όταν ανταλλάξαμε ένα γεια και ένοιωσα…. Απλά απίστευτα..
Έχω πυρετό, το κεφάλι μου πάει να σπάσει και τον λαιμό μου τον νοιώθω σαν να έχω καταπιεί καρφιά, ο χειμώνας είναι άγριος, χιονίζει….
Στο δρόμο συνάντησα έναν παλιό γνωστό, βρώμαγε ολόκληρος βενζίνη….σνίφαρε από παλιά μα πλέον φαινόταν εντελώς καμένος, κατεστραμμένος… κρίμα ρε Αποστόλη.

Σήμερα άνοιξα ένα παλιό συρτάρι της μνήμης μου και το κίτρινο τετράδιο ήταν ακόμα εκεί…. Το έπιασα στα χέρια μου νοητά και ένοιωσα την κιτρινίλα των σελίδων του να περνάει στα χέρια μου…το ξαναέβαλα στη θέση του και το άφησα να σαπίζει μαζί με τις σκιές του παρελθόντος…. Παράξενα χρόνια πέρασα, μα στη σκέψη τους πια χαμογελώ… πόσα μου έμαθαν, ευχαριστώ τον κόσμο, το Θεό, τη μοίρα για όλα, μέσα από τη φωτιά βγήκα καλύτερος, δυνατότερος. Με σκέψη καθαρή και μία σπίθα ασφαλισμένη στην ψυχή μου και έτοιμη να φλογίσει νέα όνειρα…….. Ελπίζω να μη σας κούρασα πολύ…καλημέρα.

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Χρόνος... ποιοτικός!

Ημερολόγια, ρολόγια, organizers, προγράμματα, ραντεβού, λεπτά, δευτερόλεπτα, τρέξιμο, άγχος…..ΧΡΟΝΟΣ. Ξυπνητήρια, υπενθυμίσεις στα κινητά, μπλά μπλά μπλά μπλά μπλά……
Όλοι τρέχουμε διαρκώς για να προλάβουμε το ΧΡΟΝΟ….δεν μας φτάνει ο ΧΡΟΝΟΣ…δεν έχουμε ΧΡΟΝΟ….δεν βαριέσαι θα το κάνω όταν βρω ΧΡΟΝΟ και πάει λέγοντας…. Τι είναι όμως ο χρόνος;

Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως,, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη. (Άγιος Αυγουστίνος)
Πολλές απόψεις μπορεί να βρει κανείς για το τι πραγματικά είναι ο χρόνος. Ο επιστήμονας θα σου απαντήσει έτσι, ο φιλόσοφος αλλιώς, ο ναυτικός εντελώς διαφορετικά και ο φυλακισμένος παράξενα…. Εγώ με τη σειρά μου θα ήθελα να σας μιλήσω για κάτι άλλο, θα σας γράψω απόψε λίγα λόγια για εκείνη τη πλευρά της χρονοθύελλας που ονομάζουμε ποιοτικό χρόνο.
Θα σας μιλήσω για τις στιγμές εκείνες που σαν μπαταρίες τροφοδοτούν τη ζωή μας με ενέργεια και μας δίνουν δύναμη να συνεχίσουμε. Είναι οι ώρες που περνάμε με τον εαυτό μας ή με άλλους, μα πάντα για μας. Οι στιγμές που μας κάνουν να ξεχνάμε για λίγο τη θνητή γεμάτη προβλήματα ενίοτε φύση μας και να νοιώθουμε σαν κάτι άλλο. Όταν ακούμε τη μουσική και τραγουδάμε δυνατά στο αυτοκίνητο, δακρύζοντας γιατί οι στίχοι μοιάζουν να έχουν φτιαχτεί για μας, όταν το γέλιο ενός παιδιού μας κάνει να τα παρατάμε όλα και να το αγκαλιάζουμε σφιχτά νοιώθοντας πως έχουμε στην αγκαλιά μας το αύριο αυτού του κόσμου, όταν δημιουργούμε κάθε είδους πράγματα και η ψυχή μας γεμίζει ικανοποίηση, όταν ερωτευόμαστε δυνατά και ας ξέρουμε πως ο έρωτας έχει στενή σχέση με τον πόνο, όταν δεν υπολογίζουμε τα κλισέ και τα πρέπει μα σκεφτόμαστε με ανοιχτό μυαλό, όταν ονειρευόμαστε και παλεύουμε για το δικαίωμα στα όνειρα, όταν αγκαλιάζουμε τόσο σφιχτά που ο αποδέκτης παραπονιέται για την ένταση της αγκαλιάς μα χαμογελά, όταν τρέχουμε στη βροχή για να κρύψουμε τα δάκρυά μας μα νοιώθουμε λύτρωση, όταν μαθαίνουμε να συγχωρούμε και να αφαιρούμε από την ψυχή μας το δηλητήριο της κακίας, τότε περνάμε ποιοτικό χρόνο….τουλάχιστον εγώ έτσι το βιώνω. Εσείς; Σκεφτείτε αν θέλετε για λίγο τη δική σας καθημερινότητα…..Υπάρχει ποιοτικός χρόνος μέσα στη ρουτίνα σας; Υπάρχουν στιγμές μέσα στη μέρα σας μοναδικές που σας θυμίζουν πόσο όμορφη είναι η ζωή; Χαμογελάτε συχνά; Φέρεστε σαν παιδιά χωρίς να σας νοιάζει η γνώμη των άλλων, αγαπάτε δυνατά; Αν όχι, μπορεί και να φταίει το άτιμο το blog μου που είναι ξενέρωτο και ίσως λιγάκι στριμμένο… δεν ξέρω, αρχίστε να μαζεύετε υπογραφές για να πακετάρω και να κλείσω μια και καλή αυτή τη φορά τα διαδικτυακά μου ρολά. ;) Αν από την άλλη χαμογελάτε και ίσως για ένα από τα χαμόγελά σας ευθύνομαι κι εγώ, τότε χαρίστε μου αγαπητοί ένα χαμόγελο ξανά. Μη χάνεται ΧΡΟΝΟ, τρέχει, φεύγει, χάνεται η στιγμή πριν καλά καλά το καταλάβουμε…..γελάστε ΤΩΡΑ λοιπόν! Ωχ το ρολόι μου χτυπάει, πρέπει να ξυπνήσω για να πάω στη δουλειά….πάλι δεν κοιμήθηκα αρκετά…αμάν ;)

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Τετάρτη 1:30 π.μ.

Το φόντο στην επιφάνεια εργασίας μου απόψε γέμισε με αστέρια, η ψυχή μου γέμισε με στίχους και ο κόσμος μου ολόκληρος γέμισε με σκέψεις. Τα λόγια των ποιητών, τι κι αν δεν έχουν μουσική, τραγουδάνε μέσα στην ψυχή μου συντροφιά με την άρπα του αυθεντικού, γνώριμες μπαλάντες. Το κορμί μου σαν υδραυλικό κύκλωμα αφήνει τα μέσα μου να τρέξουν μέσα σε αυτή την πνευματική στέρνα, χωρίς να φιλτραριστούν καθόλου από το μυαλό. Απευθείας από την ψυχή διασχίζουν την καρδιά και ιδού το απόσταγμα…. Δεν ξέρω αν είναι δυνατό το ποτό της ψυχής μου απόψε, δεν έχω ιδέα αν μπορεί να μεθύσει κάποιον…αν ναι, σας καλώ σε αυτή εδώ τη γιορτή να μεθύσουμε μαζί. Ας ξεχάσουμε τον πόνο, τον φθόνο, την ανθρώπινη φύση μας για λίγο και ας ιππεύσουμε παρέα το άρμα του ονείρου. Ας κλείσουμε τα μάτια μας και ας ξεχάσουμε το θόρυβο τον εξωτερικό μα και τον εσωτερικό μας και ας απολαύσουμε μαζί τους στίχους που η ψυχή φωνάζει μα ποτέ δεν ακούμε. Ας ανοίξουμε απόψε τα αυτιά μας και ας κουνήσουμε το σώμα μας αργά στο ρυθμό και την αναπνοή της καλοκαιρινής νύχτας…..

Αστέρια πάνω από τη θάλασσα, παιδί απόψε εγώ στην αμμουδιά μαζί με σένα
Μέσα από τα μάτια σου κοιτάζω το χλωμό συννεφιασμένο της ψυχής αστέρι.
Το χέρι σου απλώνεις και το αγγίζω, ξεχνώ το είμαι και γίνομαι εμείς αυτό το βράδυ
Μου λες να μην πάψω ποτέ ότι κι αν γίνει να ταξιδεύω…πάντα…πάντα..
--
Κι εγώ που απλά χαμογελώ και μοιάζει η όψη μου κοινή συνηθισμένη
Την ώρα που τα κύματα σβήνουν τις παιδικές πατημασιές που νωρίτερα σημάδευσαν την άμμο.
Όρκο σου δίνω απλόχερα πως πάντα θα στολίζω της νύχτας τον πίνακα με άστρα
Όσο αντέχει η ψυχή μου και υπάρχω μες στο χρόνο.
--
Μου γελάς και η όψη σου φωτίζεται από το μαγικό του φεγγαριού ραβδί το κρυσταλλένιο
Τα όνειρα το έσκασαν από την ονειροπαγίδα του κόσμου δες τα τρέχουν
Καράβια μες στο πέλαγος σφυρίζουν υποσχέσεις γεμάτα αντί φορτίο.
Ενώ η ανάσα σου τις χορδές του μέσα μου αγγίζει.
--

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Eικόνες από παλιά.... σκέψεις του σήμερα..

Τα ξύλα στο τζάκι έκαιγαν αργά, ψιθυρίζοντας μέσα από τα ξύλινα δόντια τους τα δικά τους τραγούδια. Τα τραγούδια της φωτιάς θα μπορούσε να πει κανείς…. Το δωμάτιο απαλά φωτισμένο και χρωματισμένο από το μουντό συννεφιασμένο ουρανό του Δεκεμβρίου, σε έκανε να νοιώθεις κάπως περίεργα. Αυτό το συναίσθημα το ονόμαζα εσωτερική ‘’πνευματική ανατριχίλα’’. Άλλοι το ονόμασαν χαζή ρομαντική διάθεση, άλλοι πάλι βλακεία ή χάσιμο χρόνου, μα οι πιο συναισθηματικοί το περιέγραψαν ως συναίσθημα-πρώτη ύλη κατασκευής ονείρων.
Το I’m still loving you των scorpions rockαρε στα αυτιά μου προσθέτοντας την τελευταία πινελιά σε αυτό το σχεδόν συνηθισμένο χειμωνιάτικο μεσημέρι. Πρέπει να ήμουν 16, ίσως και μικρότερος.. Η σχολική μου τσάντα μόνιμα πεσμένη στο πάτωμα, έμοιαζε με ξυλοφορτωμένο κοράκι μαύρη καθώς ήταν (από αυτά που βολτάρουν στις κηδείες) και προκαλούσε μόνιμα τις φωνές της μάνας μου. –Πότε θα μάθεις να βάζεις επιτέλους σε μία τάξη τα πράγματά σου; Έλεγε και ξαναέλεγε κι εγώ απλά χαμογελούσα…. Σήμερα άνετα φυσικά θα μπορούσα να της απαντήσω πως 15 σχεδόν χρόνια μετά, ακόμα δεν μπορώ να έχω τα πράγματα σε μία τάξη. Όχι την τσάντα μου, τις κάλτσες ή τα αντικείμενά μου, μα τα ίδια μου τα συναισθήματα, τις σκέψεις και ενίοτε τα λόγια μου.
Ι’m still loving youuuuu, ξανά και ξανά στα ακουστικά μου και η καρδιά μου ερωτευμένη απόλυτα με την συμμαθήτρια της εβδομάδας, με ταξίδευε και γέμιζε την ψυχή μου με ‘’πνευματική ανατριχίλα’’ που λέει και ένας γνωστός ;)
Και τότε η όσφρηση ξαφνικά έπαιρνε τα ηνία από τις άλλες μου αισθήσεις και με τραβούσε απότομα από τις ονειροπολήσεις…..-Ψητό ρολό κοτόπουλο;…Μυρίζω καλά; Αναρωτιόμουν….. Αγαπούσα τα ψητά τις κατσαρόλας και το στομάχι μου άρχιζε να χορεύει…. Όχι στο ρυθμό του ‘βράδυ Σαββάτου’ που ήδη ξεκινούσε στην κασέτα μου, μα στο ρυθμό της πείνας ύστερα από μια ολόκληρη σχολική μέρα….επτάωρο γαμώτο, πολύ κούραση….
Μετά το φαγητό μου άρεσε να ξαπλώνω παρέα με ένα λογοτεχνικό βιβλίο….Για τα σχολικά ούτε που τα έπιανα στα χέρια μου. Ποιος νοιάζεται για βιολογία, αρχαία μετάφραση, άλγεβρα ή γεωμετρία; Ο κόσμος όλος ήταν δικός μου και κάτι τέτοια απογεύματα πίστευα πως μπορώ να κάνω τα πάντα. Με γεμάτο στομάχι και ένα γενναίο απόθεμα ονείρων ήμουν ψηλά… πολύ ψηλά….
Η νύχτα ερχόταν πριν καλά καλά το καταλάβω και σειρά είχε η βόλτα. Τσέκαρα τον αναπτήρα αν έχει πετρέλαιο, έπαιρνα λεφτά για φραπέ και συναντούσα τους άλλους στο πάρκο. –Ρε μαλάκα θέλω να πάρω μηχανή…μετά όλες θα με κυνηγάνε θα δείτε, έλεγε ο Νίκος.
- Εγώ θα περιμένω δυο χρόνια ακόμα και μετά θα καβατζώνω το αμάξι του γέρου και θα αλωνίζω απαντούσε ο Κώστας….
-Παιδιά νομίζω πως ίσως είναι ώρα να προτείνω στην Ελένη να πάμε για ένα καφέ έλεγα εγώ χαμένος μόνιμα στον κόσμο μου…. –Έλεος με μια φωνή οι φίλοι μου και ξεσπούσαμε σε γέλια όλοι μαζί….
Απλές μα απίστευτα όμορφες στιγμές, τότε δεν είχα ανάγκη να αποδείξω τίποτα, δεν με ένοιαζε τίποτα… απλά ζούσα. Απλά, όχι σύνθετα, όπως απλή και αυθόρμητη είναι και η γραφή μου σε αυτό εδώ το κακόγουστο για κάποιους blog.
Μπορεί να μην έχω κάτι σπουδαίο να πω, μπορεί ο τρόπος που γράφω να είναι πολύ απλός και συνηθισμένος, μα εκείνη την απλότητα έχω ανάγκη και αναζητώ χρόνια τώρα. Αυτή την απλότητα θέλω να μοιραστώ και μαζί σας. Τι κι αν τα κείμενά μου θυμίζουν φώσκολο ή βραζιλιάνικες σαπουνόπερες όταν γίνομαι παρωχημένα ρομαντικός;
Μην περιμένετε κάτι βαθύ από μένα γιατί το βάθος που ίσως ψάχνετε το ανακάλυψα έπειτα από πολύ κόπο στα μικρά και απλά πραγματάκια, σε κάτι που εσείς ίσως αποκαλείτε τρίχες, πίπες και λοιπά….. Τι κι αν δεν λένε κάτι σημαντικό οι αναρτήσεις μου; Σαν πνευματικός αναστεναγμός ξεχύνονται χωρίς λόγο επάνω σε αυτό το χαρτί και αν με ήξερες, αν μπορούσες να καταλάβεις ποιος είμαι, ίσως να μπορούσες και να δεις πως οι αλήθειες και τα σημαντικά, δεν έχουν ανάγκη από στολισμένες λέξεις, δυσνόητα παραδείγματα και περίπλοκο τρόπο έκφρασης….
Αν λοιπόν θέλετε κάτι παραπάνω, κάτι βαθύτερο και σημαντικό, οι ‘μεγάλοι’ σας περιμένουν στα ράφια της βιβλιοθήκης. Εγώ…ένας απλός καθημερινός τύπος είμαι μόνο, χωρίς γνώσεις, χωρίς σπουδές, χωρίς πνευματικό μεγαλείο. Τι στο καλό….;
Κι αν είμαι ακόμα εδώ σε πείσμα της δική μου ή της κοινής λογικής και σας πυροβολώ με χρώματα κάθε είδους, χρώματα που άλλοτε μοιάζουν σκούρα, άλλοτε ολόλευκα και φωτεινά, ή πολύχρωμα ρομαντικά εώς χαζά, συγχωρέστε με αν τότε μοιάζω λίγος. Είναι όμως αληθινά όλα, λέξη προς λέξη και σκοπό έχουν να αποσπάσουν ένα χαμόγελο από εσάς. Όχι να σας κάνουν να σκεφτείτε ή να ξυπνήσετε υπαρξιακά ή άλλου είδους ερωτήματα μέσα σας… απλά να σας κάνουν να χαμογελάσετε….καλημέρα σας!

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ιστοριούλα...

Το προαύλιο ήταν καταπράσινο και έμοιαζε με όαση δροσιάς σε αυτή τη μεριά της μεγαλούπολης. Το μεγάλο σιντριβάνι με τα αγγελάκια στο κέντρο της αυλής σε συνδυασμό με το νεοκλασικό κτήριο, θύμιζαν κάτι από Ρώμη στην Έλλη. Μονάχα οι άνθρωποι με τις μονόχρωμες μπεζ πιζάμες που έβγαιναν σε μπουλούκια από την κεντρική είσοδο του κτηρίου σε επανέφε◘ραν στην πραγματικότητα. Η Έλλη σηκώθηκε και μόλις τα μάτια της εντόπισαν τη μεγάλη της αδερφή, έπεσε στην αγκαλιά της και την έσφιξε με αγάπη. Η κοπέλα απέναντί της όπως πάντα, ανταπέδωσε με ένα άχρωμο παγωμένο χαμόγελο και ένα βλέμμα… αχ αυτό το βλέμμα, τρυπούσε κάθε φορά την ψυχή της Έλλης από άκρη σε άκρη.
Η Λίνα ήταν ήδη τέσσερα χρόνια στο ψυχιατρείο μα δεν είχε σημειώσει καμία απολύτως πρόοδο. Τη θυμόταν όταν ήταν ακόμα καλά, τότε που τίποτε δεν μαρτυρούσε τη μετέπειτα εξέλιξη της…… Λίγα χρόνια μόλις πριν από το τραγικό γεγονός που γκρέμισε για πάντα την οικογενειακή τους ισορροπία.Η Έλλη αποφάσισε να παλέψει, να ξεχάσει, να νικήσει, μα η Λίνα δεν άντεξε το βάρος και έχασε τον εαυτό της. Λες και ξαφνικά μία τεράστια σκούπα σάρωσε για πάντα από μέσα της όλη την όρεξη και το πάθος της για ζωή.
Οι δύο αδερφές που έμοιαζαν απίστευτα, κάθισαν σε ένα παγκάκι και η Έλλη άνοιξε ένα τάπερ προτείνοντας στην αδερφή της το αγαπημένο της γλυκό. –Λίνα… μιλφέιγ σου έχω εδώ, είναι το αγαπημένο σου και το έφτιαξα όπως το έφτιαχνε η μαμά……. Πριν ολοκληρώσει όμως τη φράση της και στο άκουσμα της λέξης μαμά… η Λίνα άρχισε να φωνάζει, να κλαίει δυνατά και να τρέχει σαν κυνηγημένη…… Οι νοσοκόμοι την κράτησαν ήρεμα και ο γιατρός βύθισε στη φλέβα της την ένεση με το ηρεμιστικό….. Στράφηκε στην Έλλη και της είπε ήρεμα πως καλό θα ήταν να μην της θυμίζει τίποτα σχετικό με τα πρόσωπα που έχασαν εκείνο το βράδυ.
Η κοπέλα κίνησε προς την έξοδο του θεραπευτηρίου τσακισμένη, μα μια ξαφνική ζάλη την έκανε να παραπατήσει και σχεδόν να σωριαστεί. Ευτυχώς, ήταν εκεί ένας νεαρός άνδρας και την συγκράτησε, την οδήγησε προσεκτικά στο διπλανό παγκάκι και κάθισε μαζί της.
– Είστε καλύτερα; τη ρώτησε κρατώντας την ακόμα στα χέρια του και η Έλλη ντροπιασμένη για την αδυναμία της ή ίσως και για το άγγιγμά του, κοκκίνισε ελαφρά. Εκείνος το πρόσεξε και ανταπέδωσε χαριτολογώντας…- Πάντως αν κρίνω από το χρώμα σας μοιάζει να πηγαίνετε καλύτερα. Η Έλλη του ανταπέδωσε ένα χαμόγελο αμηχανίας και με σταθερή φωνή του απάντησε. –Ναι, συγνώμη για την αναστάτωση και ευχαριστώ νοιώθω πολύ καλύτερα. Έκανε να σηκωθεί μα εκείνος σαν να αντιλήφθηκε την κίνησή της άφησε μια ερώτηση να ξεφύγει από τα χείλη του. Μία ερώτηση που την έκανε να καθίσει και πάλι. –Έχετε κάποιο συγγενή σας εδώ; Η ερώτηση αν και κλισέ σε ένα τέτοιο χώρο, την ξάφνιασε, γιατί αυτός ο άνθρωπος καθώς μιλούσε και σε κοίταζε ,είχε κάτι παράξενο επάνω του, κάτι που μέσα στη ζάλη της δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
– Ναι, τη μεγάλη μου αδερφή απάντησε η Έλλη και συνέχισε…. – εσείς; Ο νεαρός άνδρας της χαμογέλασε πλατιά και παρά το γεγονός πως το χαμόγελό του ήταν συνηθισμένο, την έκανε να νοιώσει απρόσμενα ευχάριστα. – Εγώ έχω εδώ ένα πολύ αγαπημένο και παράλληλα πολύ μισητό μου πρόσωπο….δεν βαριέστε, λίγο ως πολύ όλες οι οικογένειες έχουν και κάποιο ψυχικά ασθενή στους κόλπους τους. Ίσως ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ίσως οι υπερβολικές απαιτήσεις μας, να οδηγούν τους ανθρώπους σε αυτή την κατάσταση….
Η Έλλη ήθελε να του πει πως δεν φταίει μόνο η σύγχρονη ζωή μα όταν ανέτρεξε στη μνήμη της τις εικόνες που είχε σε κάποια άκρη της ψυχής της σχετικά με εκείνο το βράδυ, κατάλαβε πως εκείνος είχε δίκιο. Αν η κοινωνία μας ήταν καλύτερη ίσως το χέρι του 17χρονου χρήστη να μην έκοβε το νήμα της ζωής των γονιών της εκείνο το μοιραίο βράδυ για λίγα ευρώ………. Τα μάτια της έγιναν κρυστάλλινα και άρχισαν να δακρύζουν, μα για κάποιο λόγο με εκείνον απέναντί της, ένοιωθε άνετα και δεν γύρισε το κεφάλι της αλλού. Για να την βγάλει από τη δύσκολη θέση, ξαναπήρε το λόγο χαμογελώντας σαν απάντηση στα δάκρυά της, πράγμα που εκείνη το εκτίμησε πολύ. Δεν ήθελε κανένας να την λυπάται και ο άνδρας απέναντί της έμοιαζε να το γνωρίζει καλά αυτό.
– Με λένε Αντώνη της είπε, δεν έτυχε να συστηθούμε πιο πριν, αγένειά μου… και της πρότεινε το χέρι του. Η Έλλη ανταπέδωσε τη χειραψία και αφού πρόφερε κι εκείνη το όνομά της σηκώθηκε από το παγκάκι. –Είναι αργά, πρέπει κάπου εδώ να σας αφήσω, το πρόγραμμά μου είναι πολύ φορτωμένο και έχω δεκάδες δουλειές να κάνω ως το βράδυ…χάρηκα που σας γνώρισα….. σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική βοήθειά σας…..και του χάρισε ένα ειλικρινές χαμόγελο. Εκείνος όμως σαν να μη το είδε, σαν να μην άκουσε τίποτα από όσα του είπε, την κοίταξε και πάντα χαμογελαστός της πρότεινε να κάνουν μια βόλτα στο τεράστιο προαύλιο.
-Αγαπητή μου, ο χρόνος τρέχει, η ζωή η ίδια τρέχει σαν τρελή, μα πάντα υπάρχει λίγος χρόνος για να απολαύσει κάποιος ένα όμορφο πρωινό, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες. Θα χαρώ πολύ λοιπόν να κάνετε το γύρω του κτηρίου μαζί μου και πριν το αρνηθείτε, οφείλω να σας πω πως η συντροφιά σας σε αυτό τον περίπατο, είναι το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε αν θέλετε να μου ανταποδώσετε το γεγονός πως δεν σχολίασα περισσότερο τα κατακόκκινα μάγουλα που δήλωσαν την αμηχανία σας προηγουμένως. Λένε πως είμαι πειραχτήρι και σας βεβαιώ πως σε αντίστοιχη περίπτωση θα το εκμεταλλευόμουν αυτό ακόμα και για να σας φλερτάρω. Όμως ο σκοπός μου είναι εντελώς αθώος και πλατωνικός απέναντί σας, συνεπώς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Τελειώνοντας τα λόγια του, ξεκίνησε να περπατά χωρίς να κοιτάξει πίσω, βέβαιος σχεδόν πως εκείνη τον ακολουθεί. Και όντως τον ακολουθούσε, χωρίς βούληση, λες και τα πόδια της περπατούσαν δίπλα του χωρίς να υπακούν στην εντολή της λογικής και της καχυποψίας της που χτυπούσε ένα συναγερμό μέσα της και την πρόσταζε να φύγει μακριά του. Λοιπόν Έλλη; Πως είναι η ζωή σου μετά από τις επισκέψεις σου εδώ μέσα; Η Έλλη τον κοίταξε παραξενεμένη και με ένα ίχνος θυμού του απάντησε με ερώτηση περνώντας κι εκείνη στον ενικό. -Εσύ Αντώνη, πως νοιώθεις κάθε φορά που περνάς αυτή την πόρτα του ψεύτικου παραδείσου; Κάθε φορά που περπατάς σε αυτό τον κήπο; Φιλοσοφείς τη ζωή και φροντίζεις να το δείχνεις στις ανυποψίαστες επισκέπτριες όταν τυχαίνει όπως εγώ να ζαλιστούν λίγο πριν την έξοδο, προς όφελος και ικανοποίηση κάποιας εσωτερικής σου κρυφής ανάγκης; Ο Αντώνης σταμάτησε να περπατά και την κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια της για πρώτη φορά. Το βλέμμα του είχε κάτι που έκανε την Έλλη να ανατριχιάσει, όχι όμως από φόβο, ούτε από ανασφάλεια. Απλά στα μάτια του για πρώτη φορά έβλεπε κάτι σε έναν άνδρα που της θύμιζε τα παιδικά της χρόνια. Αγνότητα και ειλικρίνεια μαζί μπλεγμένα, σαν ανάγλυφες λέξεις επάνω στην σκούρα πράσινη ίριδα των ματιών του. Ένοιωσε ένοχη, λίγη, κακιά, που προσπάθησε να αμφισβητήσει εκείνο το βλέμμα. Ήθελε να του ζητήσει συγνώμη, να τον αγκαλιάσει μα συνειδητοποίησε ότι… ήταν απλά ένας ξένος και σταμάτησε…

Ο Αντώνης σαν να διάβασε τη σκέψη της, σώπασε, έσκυψε και έκοψε ένα μικρό ανθάκι που φύτρωνε στο γρασίδι και της το προσέφερε. –Έλλη, κάθε φορά που περπατώ στον κήπο αναρωτιέμαι ποιος είμαι, που πηγαίνω, τι πραγματικά θέλω. Νοιώθω πως έχω τις απαντήσεις μα δεν έχω τη δύναμη να κάνω τις ερωτήσεις στον εαυτό μου….. Άγγιξε το χέρι της και της ένευσε καταφατικά, εκείνη σαν να τον ήξερε από παλιά τον ρώτησε…… Τι ζητάς Αντώνη; Τι πραγματικά θέλεις από τη ζωή σου;
-Θέλω να ζήσω το όνειρο… απλά.
-Και ποιο είναι αυτό Αντώνη; Μίλησέ μου…. Άκουγε τα λόγια της και απορούσε με τον εαυτό της. Πρώτη φορά μιλούσε έτσι με έναν άγνωστο….άγνωστο; δεν της ήταν πια άγνωστος, ήταν λες και τον γνώριζε χρόνια ολόκληρα…..
- Το όνειρό μου είναι να μπορώ να ονειρεύομαι και να ζω μέσα από τα όνειρα. Να αφήνω την ψυχή μου αγνή να ταξιδεύει, να γνωρίζει, να αγαπά, να μισεί, να υποφέρει και να λυτρώνεται. Να μπορεί να ζει τη φωτιά, το κενό και τέλος τη μνήμη. Τη φωτιά που το πάθος του κάθε ονείρου ξυπνάει στην ψυχή μας, το κενό που αφήνει όταν το όνειρο όπως όλα κάποτε τελειώνει, αφήνοντας στο τέλος η μνήμη του ίδιου του ονείρου, την ανάμνηση των μαγικών αυτών στιγμών, που σε κάνει να καμαρώνεις όταν τα χρόνια περάσουν πως η ζωή σου δεν πήγε χαμένη…….
Η Έλλη συνέχισε να περπατάει χαμένη στις σκέψεις της, όταν φωνές απότομα διέκοψαν τον περίπατό τους. Τρείς γεροδεμένοι νοσοκόμοι έπεσαν με μανία επάνω του και τον πήραν μακριά της. Ο ένας φώναζε καθώς τον τραβούσε βίαια, -δεν θα ξαναμείνεις ποτέ έξω μετά το επισκεπτήριο ακούς…ποτέ!
Ο Αντώνης καθώς τον απομάκρυναν γυρνούσε το κεφάλι του και την κοίταζε ξανά και ξανά σαν να ήθελε να αποτυπώσει για πάντα τη μορφή της σε εκείνο το δικό του κόσμο…… Η Έλλη έφυγε, συνέχισε τη μέρα της, μα όταν το βράδυ ξάπλωσε κουρασμένη στο κρεβάτι της η μορφή του Αντώνη και τα λόγια του ήταν εκεί…μαζί της. Καληνύχτα Αντώνη, ψιθύρισε λίγο πριν ο μορφέας την πάρει στην αγκαλιά του…χάρηκα που σε γνώρισα….αλήθεια…

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Ποιός νοιάζεται.....

Ακούω τη βροχή να πέφτει δυνατή επάνω στα εξώφυλλα σήμερα το βράδυ. Μου αρέσει ο ήχος της και απολαμβάνω το άρωμα από το νοτισμένο χώμα που τρυπώνει στο δωμάτιο. Μου θυμίζει χειμώνα το σκηνικό και είναι φορές που η ψυχή μου έχει ανάγκη από κρύο. Να παγώνει για λίγο, να ξεχνά και μετά ξανά ήλιος, ξανά άνοιξη. Οι εποχές αλλάζουν, οι σκέψεις αλλάζουν, οι επιθυμίες, ακόμα και οι ανάγκες μας αλλάζουν διαρκώς. Όλα κινούνται ασταμάτητα. Ποιος νοιάζεται;
Πίνω λίγο νερό μήπως και γλιτώσω από τη νέα έγνοια που ξεφύτρωσε σαν παράσιτο στον κήπο της ζωής μου…κρεατινίνη ανεβασμένη λένε… άλλο πάλι και αυτό. Δεν βαριέσαι, όλος ο κόσμος και κάτι έχει, λίγη τρέλα, λίγα προβλήματα υγείας, έτσι για να περνάει ο καιρός και για να έχουμε θέμα συζήτησης.
Ο ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι με κοιτάζει στα μάτια και γελάει, ο μικρός πρίγκιπας παρέα με το ζώο παίζουν, το ημερολόγιο μιας πόρνης μα0ζί με τη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ κοιτάζουν τη βροχή και φλερτάρουν, ο Σωκράτης με τον Πλάτωνα πίνουν μπύρες, και ο Σοπενχάουερ τους κοιτάζει κουνώντας το κεφάλι. Μάλλον αρχίζω να κοιμάμαι και ονειρεύομαι τα βιβλία μου να έχουν δική τους ζωή….μα έχουν, δεν έχουν;
Ξυπνάω, σηκώνομαι από το κρεβάτι και νοιώθω το σώμα μου βαρύ. Μα πιο βαριά νοιώθω την ψυχή μου…. Ποιος νοιάζεται;
Έφτασε έντεκα και μισή ήδη, Σάββατο, μέρα χαλάρωσης, μπλά μπλά μπλά…. Βαριέμαι απίστευτα, άσε που η ΔΕΗ αυνανίζεται με την παροχή του ρεύματος που πέφτει διαρκώς. Χμ γκρινιάζω, ε και; ποιος νοιάζεται;
Σας αφήνω πριν σας τσαντίσω περισσότερο……

…..Πήγε να σώσει την καρδιά και έχασε το μυαλό του…Μέσα στα μάτια του σέρνονται τρένα, υγρά βαγόνια αλμυρισμένα και αποφασίζει να φύγει νύχτα, ψυχούλα μου άρρωστη απόψε ριχ’τα……. ( Το τρένο Β.Παπακωνσταντίνου).

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Ποιός;

Άνοιξε τα καταγάλανα μάτια της αργά, ενοχλημένη από το μεσημεριανό δυνατό ήλιο που έπεφτε στο πρόσωπό της. Ανασήκωσε το κεφάλι της και με έκπληξη διαπίστωσε πως βρισκόταν στην ύπαιθρο, ξαπλωμένη ανάμεσα σε ερείπια αρχαίων ναών. Ένοιωθε κουρασμένη, για λίγο δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται ούτε πια είναι. Δοκίμασε να σηκωθεί, μα τα χρυσά της σανδάλια δεν ήταν στη γνωστή θέση τους και τα αγκάθια πλήγωσαν τα γυμνά της πόδια αμέσως μόλις άγγιξαν το έδαφος. Κάθισε λοιπόν ξανά στο κρεβάτι της και προσπαθούσε να φανεί όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη, μα η ανησυχία άρχισε να πυκνώνει μέσα της σαν ένα σκοτεινό σύννεφο λίγο πριν την καταιγίδα. Πονούσε, έπιασε το κεφάλι της και διαπίστωσε πως τα άλλοτε πυρόξανθα μακριά μαλλιά της είχαν χαθεί. Η αίσθηση του γυμνού δέρματος στο κεφάλι της την έκανε να φοβηθεί. Και τότε θυμήθηκε πως θα γινόταν ξανά μητέρα, άγγιξε την κοιλιά της και με τρόμο διαπίστωσε πως το μωρό της δεν ήταν πια εκεί. Κοίταξε τα σεντόνια και κηλίδες από αίμα μαρτυρούσαν το τραγικό που συνέβη. Άρχισε να τρέχει αγνοώντας τις πληγές που τα αγκάθια και τα ξερόχορτα δημιουργούσαν στα πόδια της. Ήθελε να ουρλιάξει μα η φωνή δεν μπορούσε να βγει από τα χείλη της και η κραυγή φυλακισμένη στο στήθος της ξέσκιζε τα σωθικά της. Έτρεχε ασταμάτητα μέχρι που σωριάστηκε καταρρακωμένη στο χώμα. Έψαχνε απαντήσεις δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί και αυτό την έκανε να νοιώθει χειρότερα…. Ο πόνος μάτωνε την καρδιά της και ο φόβος τύλιγε την ύπαρξή της… Έτσι έμεινε κατάχαμα πεσμένη, περιμένοντας το σκοτάδι να την τυλίξει για πάντα, χωρίς ίχνος θέλησης για ζωή μέσα της. Είχε χάσει τα πάντα και το χειρότερο ήταν πως δεν κατάλαβε τίποτα. Λες και μέσα στον ύπνο, ο Εφιάλτης κατάφερε να εισχωρήσει στην πραγματικότητα με κάποιο τρόπο και να διαλύσει την πραγματική της ζωή….
Μετά από ώρα…. Πόση δεν ξέρει, ο χρόνος ήταν κάτι εντελώς ρευστό για εκείνη…ένα άγγιγμα ένοιωσε στον ώμο της. Γύρισε με τις τελευταίες δυνάμεις της και μια παλιά γνώριμη φίλη στεκόταν μπροστά της. –Πες μου τι συνέβη, της είπε και η ψηλή γυναίκα με τα ολόλευκα μαλλιά και το σχεδόν μυθικά όμορφο πρόσωπο, έριξε τα καταπράσινα μάτια της στο χώμα και της απάντησε με χαμηλή φωνή, γεμάτη πίκρα. – Σε βίασαν, σε λήστεψαν, σε εξευτέλισαν, σε πόνεσαν, σε μαστίγωσαν….και η φωνή της σταμάτησε πνιγμένη από ένα λυγμό…. Η κοπέλα με τα ξεσκισμένα ρούχα και την καμένη ψυχή, της είπε μονάχα μια λέξη….- ποιος; Ποιος το έκανε Ελπίδα; Και η Ελπίδα απάντησε δειλά με φωνή τσακισμένη….Τα ίδια σου τα παιδιά……………….. Έπειτα της έδωσε το χέρι της, τη σήκωσε, την αγκάλιασε και με ένα χαμόγελο που με κόπο σχημάτισε στα χείλη της είπε….- Μη φοβάσαι Ελλάδα, μπορούμε ακόμα να τα καταφέρουμε όσο έχουμε η μία την άλλη….

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

...

Το χέρι της σχεδόν αποστεωμένο, άγγιζε το δικό μου και ένοιωθα την παγερή ανάσα του θανάτου στο σχεδόν διάφανο από την αδυναμία δέρμα της. Τα μάτια της θολά με κοίταζαν, μα το βλέμμα της δεν μπορούσε να εστιάσει, λες και πλανιόταν σε κάποιους κόσμους μακρινούς…άλλους. Η ανάσα της έβγαινε με κόπο από τα μελανά της χείλη και ο ρυθμός της καρδιάς που προσπαθούσα για ώρα να εντοπίσω στον καρπό της, άρρυθμος φώναζε πως το μοιραίο είναι κοντά. Λες και ξέχασε ο τυμπανιστής εκεί μέσα στο στήθος της να δώσει το ρυθμό στην παρέλαση της ζωής…
Άσχημο πράγμα ο θάνατος….. Θυμώνω που είναι το μοναδικό δεδομένο στη ζωή μας….Φεύγω από το δωμάτιο και περπατώ με γρήγορα βήματα. Βγαίνω στο δρόμο και ο αέρας που με χτυπάει στο πρόσωπο μου θυμίζει πόσο όμορφη είναι η ζωή. Συναντώ στο απέναντι πάρκο μητέρες με τα παιδιά τους να παίζουν και να χαμογελούν ανέμελα, ζευγαράκια 15χρονα να φιλιούνται στα χείλη και να ανακαλύπτουν τη ζωή, ποδηλάτες να τρέχουν ρουφώντας με το πέρασμά τους ενέργεια….. Το στομάχι μου καίει, σκέφτομαι ξανά πως το μέλλον όλων μας είναι το τέλος… Σταματώ σε ένα καφέ και προσπαθώ να καθαρίσω το μυαλό μου παραγγέλνοντας ένα milkshake. Το στομάχι μου είναι χάλια, όμως η γνώριμη αγαπημένη γεύση και αίσθηση των παιδικών μου χρόνων, με χαλαρώνει. Στιγμές μετά το κινητό μου χτυπάει και με επαναφέρει άγρια στο παρόν…- Σε δύο το πολύ ώρες λένε οι γιατροί πως θα έρθει το μοιραίο….Ακούω αυτά τα λόγια και κάθε ελπίδα που ξεγέλασε τη λογική και φώλιαζε στην ψυχή μου χάνεται μια κι έξω…. Πληρώνω το ποτό μου και γυρίζω στο δωμάτιο….
Ο ήχος από τη σταγόνα που στάζει στον ορό της μοιάζει αυτή τη στιγμή στα αυτιά μου με κλεψύδρα θανάτου που μετρά κόκκους πριν ο σκοτεινός άγγελος θερίσει την ψυχή της. Και τότε ανοίγει διάπλατα τα μάτια της, το βλέμμα της καθαρίζει και μιλάει ξανά….τέσσερις ολόκληρες μέρες είχε να πει το οτιδήποτε…. Στο μυαλό μου η λέξη ‘κύκνειο άσμα’ αναβοσβήνει σαν πινακίδα από νέον σε κακόφημη περιοχή. Οι λέξεις βγαίνουν από τα χείλη της με κόπο.. –Σας αγαπώ πολύ…όμως φεύγω…και φοβάμαι τόσο…τόσο πολύ… Τελειώνει τη λέξη και πέφτει σε κώμα, η καρδιά μου σφυροκοπάει άγρια το στήθος μου….πέθανε σκέφτομαι και το μυαλό μου αρχίζει να θολώνει. Μα τα σχεδόν μπλε χείλη της ανοίγουν ξανά….- Τι μένει, τι στο καλό μένει από το πέρασμά μου σε αυτό τον κόσμο;…πόνος κακία, αγάπη, ευτυχώς έζησα την αγάπη, πόσο όμορφη είναι… Η νοσοκόμα βρέχει τα χείλη της με λίγο νερό μα δεν της λέει να ησυχάσει, γνωρίζει πως από στιγμή σε στιγμή οι μοίρες θα κόψουν βίαια το χρυσό νήμα της ζωής της από τον αργαλειό του χρόνου. Και εκείνη συνεχίζει.. μα μιλά άναρθρα… χάνει τα λόγια της ξανά.
Μέσα μου νοιώθω άδειος αυτή την ώρα, θέλω να της πω κάτι, πρέπει να της πω κάτι αλλιώς για όλη μου τη ζωή θα μετανιώνω… όμως τι μπορεί να πει κανείς σε κάποιον όταν γνωρίζεις κι εσύ κι εκείνος ότι το τέλος έφτασε; Το μυαλό μου τρέχει στα λόγια του επίκτητου…… Τους ανθρώπους τρομάζουν όχι οι καταστάσεις που περνούν, αλλά οι ιδέες που έχουν γι αυτές. Ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, γιατί τότε θα ήταν και για το Σωκράτη…το θάνατο τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός……
Μα πως στο καλό να πω κάτι τέτοιο, κάτι που δεν μπορώ ούτε ο ίδιος να ασπαστώ όντας δειλός; Τι να κάνω; Η σκέψη μου τρέχει με χίλια μα όσο κι αν τρέχεις χωρίς προορισμό δεν φτάνεις ποτέ πουθενά….
Ανοίγει ξανά τα χείλη της και με τις λίγες σταγόνες ζωής που της μένουν βρέχει τις ψυχές μας με δάκρυα…. –Τι κατάφερα στη ζωή; Πόσο χαμένη ήμουν στα ψεύτικα όνειρά τους;
Προσπαθώ να της απαντήσω μα το λόγια της πλήγωσαν τα αυτιά μου σαν θρυμματισμένα κομμάτια κρύσταλλο, από ποτήρια σαμπάνιας που δεν γιόρτασαν ποτέ τίποτα…… Οι λέξεις επιθυμούν να βγουν, μα μπροστά στο μέγεθος αυτού που βιώνω μοιάζουν όλα μικρά…λίγα. Στέλνω απλά το χέρι μου να βρει το δικό της και προσπαθώ να της περάσω λίγη από τη δική μου δύναμη….μάταια όμως… Με σφίγγει ανέλπιστα δυνατά για λίγο και μετά το χέρι της άψυχο πέφτει στο σεντόνι….
Έφυγε.. και εγώ παρέμεινα σιωπηλός…σηκώνομαι…περπατώ…τρέχω…απλά φεύγω. Ώρες μετά με βρίσκω δίπλα σε ένα μεγάλο δέντρο να κοιτάζω σαν χαμένος τον υπεραιωνόβιο κορμό του. Τα χείλη μου ανοίγουν με δυσκολία, λες και ο πόνος τα εμποδίζει να πουν οτιδήποτε… -Πώς να φερθείς σε κάποιον όταν ξέρεις ότι την επόμενη στιγμή μπορεί να χαθεί; Μα το δέντρο δεν μιλάει, δεν μου απαντά…απλά σχηματίζει ήχους παρέα με τον άνεμο που χαιδεύει τα κλαδιά του. Και μέσα στη ζάλη μου σαν να ακούω τη μελωδία της φύσης να παίρνει φωνή και να λέει – ένα άγγιγμα ίσως…ένα βλέμμα να είναι αρκετό……

Καλημέρα σας.

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

:)

Μία νεράιδα πέρασε την πόρτα του Έρωτα κάπου στα όρια του Μύθου και του ζήτησε το τόξο του. Εκείνος που την ήξερε ελάχιστα, τη ρώτησε αν ήθελε να σκοτώσει κανένα και εκείνη χαμογέλασε. –Θέλω απλά να απαντήσω σε κάποιες ερωτήσεις που έχω μέσα μου του είπε και εκείνος δεν μπόρεσε να της αρνηθεί. Η νεράιδα φόρεσε το τόξο στην πλάτη της και πέταξε μέχρι τον κόσμο των ανθρώπων αφού πρώτα πέρασε από το σπιτάκι του ποιητή, για να του ζητήσει μερικά από τα μαγικά φύλλα πάνω στα οποία γράφει τα ποιήματά του. Εκείνος την κοίταξε σκεφτικός και την ρώτησε αν έχει σκοπό να αρχίσει να γράφει κι εκείνη, όμως η νεράιδα απλά του χαμογέλασε και του είπε πως θέλει να τα χρησιμοποιήσει για να στείλει κάποια γράμματα….Και έτσι πήρε και τα φύλλα της….
Στο δρόμο της επιστροφής πέταξε μέχρι τον πιο ψηλό λόφο κοντά στη γειτονιά της και αφού ξεκούρασε τα φτερά της, έβγαλε μία βελόνα από την τσέπη της και τρύπησε το χέρι της. Από τις σταγόνες που συνέλεξε, γέμισε το μελανοδοχείο της, μετά έσφιξε τα μάτια της από τον πόνο καθώς ξερίζωνε ένα μικρό φτερό από την πλάτη της για να χρησιμοποιήσει σαν πένα και άρχισε να γράφει…
Λίγη ώρα μετά ένα βέλος έσκισε τον αέρα, πέρασε πάνω από την πισίνα και καρφώθηκε στη μεγάλη και βαριά πόρτα του μεγάλου σπιτιού. Από την πρόσκρουση επάνω στο ακριβό ξύλο, ένας θόρυβος ακούστηκε σε όλο το σπίτι και ο ιδιοκτήτης έτρεξε να δει τη συμβαίνει. Ξαφνιάστηκε όταν είδε το βέλος στην πόρτα του και στην αρχή ανησύχησε. Ύστερα είδε το τυλιγμένο φύλλο επάνω στον κορμό του βέλους και απόρησε. Το πήρε στα χέρια του, το ξεδίπλωσε και διάβασε…..
….σε ποιο σημείο κανείς μπορεί να εγκαταλείπει τον εγωισμό του και να γίνεται ειλικρινής στις σχέσεις του….όσο ειλικρινής μπορεί να είναι και με τον εαυτό του;…..
-Τι κακόγουστη φάρσα είναι αυτή…σκέφτηκε καθώς ετοιμαζόταν για το γραφείο του….. όμως η ερώτηση στριφογύριζε για ώρα στο μυαλό του. Έτσι μετά το meeting της μεγάλης εταιρείας, κάθισε ξανά στο γραφείο του και έβγαλε το φύλλο από την τσέπη του. Σκέφτηκε για λίγο, πήρε μία κόλλα Α4 και έγραψε με την Μοnt Blanc πένα του…..
Κάποιος που εγκαταλείπει τον εγωισμό του, αν μη τι άλλο είναι αδύναμος χαρακτήρας μιας και ο εγωισμός μπορεί να λειτουργήσει σαν όπλο για να φτάσεις ψηλά. Εκείνος λοιπόν που γίνεται απόλυτα ειλικρινής θυσιάζοντας τον εγωισμό του μαζί με τόσα άλλα, είναι το λιγότερο αφελής. Η ειλικρίνεια άλλωστε στις μέρες που ζούμε, μόνο αρετή δεν αποτελεί και σίγουρα δεν σε βοηθάει στην προσωπική και επαγγελματική σου ζωή…… - Τι στο καλό κάθομαι και γράφω, έπιασε το φύλλο Α4 το τσαλάκωσε μαζί με εκείνο που βρήκε το πρωί έξω από την πόρτα του και πέταξε και τα δύο στον καταστροφέα εγγράφων δίπλα από το γραφείο του…….
Κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα ένα ακόμα βέλος καρφώθηκε επάνω σε μία παιδική μπάλα παρατημένη στην αυλή, ακριβώς δίπλα από μία γυναίκα μου προσπαθούσε να μαζέψει τα παιχνίδια του μικρού της. Η γυναίκα στην αρχή τρόμαξε στη συνέχεια όμως απόρησε….Έβγαλε από την μπάλα το βέλος και ως εκ θαύματος η χαρούμενη μπάλα με τα ελεφαντάκια δεν έχασε τον αέρα της. Ξεδίπλωσε αργά το χαρτί και άρχισε να διαβάζει τα κόκκινα γράμματα….σε ποιό σημείο κανείς μπορεί να εγκαταλείπει τον εγωισμό του και να γίνεται ειλικρινής στις σχέσεις του.. όσο ειλικρινής μπορεί να είναι και με τον εαυτό του ; Παράξενο πρωινό ,σκέφτηκε όμως κάθισε σε ένα μικρό γαλάζιο καρεκλάκι που σήκωσε από δίπλα της και άρχισε να σκέφτεται. Έπιασε ένα μαρκαδόρο από το γρασίδι καθώς σκεφτόταν πόσο ακατάστατο ήταν το μωράκι της, και γυρίζοντας το φύλλο άρχισε να γράφει επάνω του…..
Δεν ξέρω από μεγάλα λόγια μα ούτε και μπορώ να απαντήσω με φιλοσοφικά επιχειρήματα και κουβέντες σημαντικές. Μπορώ μονάχα να πω πως κάθε φορά που κοιτάζω τα μάτια του 14 μηνών πιτσιρίκου μου, ξεχνάω οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί εγωιστικό. Ξεχνάω το εγώ και ο κόσμος μου όλος είναι εκείνος. Το αθώο γέλιο του με κάνει καλύτερο άνθρωπο και το βλέμμα γεμάτο αγάπη και αγνότητα που μου χαρίζει, με μεταμορφώνει σε κάτι καλύτερο….. Και ο μικρός μου μεγαλώνει και η αγάπη μου ξεχειλίζει. Νομίζω ότι από τότε που ήρθε στον κόσμο μου, η σχέση μαζί του είναι η πλέον ειλικρινής που έχω ζήσει…Ούτε καν με τον εαυτό μου δεν μπορώ να πω ότι ένοιωσα ποτέ το μέγεθος και τη διαφάνεια τη συναισθηματική που βιώνω με το αγγελούδι μου…… Το κλάμα του μικρού ακούστηκε σαν συναγερμός στα αυτιά της. Ακούμπησε το γράμμα στο χορτάρι και έτρεξε στην κούνια του……. Ο αέρας που φύσηξε το σήκωσε απαλά και το έκανε να χαθεί στον ορίζοντα….
Κάπου αλλού λίγα τετράγωνα πιο πέρα ένα βέλος έσκισε ξανά τον αέρα και αυτή τη φορά καρφώθηκε στο πλαίσιο του καθρέφτη που μία κοπέλα καθισμένη προσπαθούσε να ισιώσει τα μαλλιά της. Η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή όταν το βέλος πέρασε δίπλα της, μα όταν κοίταξε το φύλλο από χαρτί στην κοιλιά του, κάπως ηρέμησε και σκέφτηκε πως κάποιος φίλος της διάλεξε αυτό τον τρόπο για να της κάνει πλάκα…. Ο Αλέξης σίγουρα σκέφτηκε, ρομαντικός και τρελός.….- άμα τον πιάσω στα χέρια μου…… Ξεδίπλωσε λοιπόν το χαρτί και διάβασε αργά… σε ποιό σημείο κανείς μπορεί να εγκαταλείπει τον εγωισμό του και να γίνεται ειλικρινής στις σχέσεις του.. όσο ειλικρινής μπορεί να είναι και με τον εαυτό του ;
Εκείνο που της κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον όμως ήταν τα σκούρα κόκκινα γράμματα που έμοιαζαν με φρεσκοανθισμένο τριαντάφυλλο και χμ μύριζαν άρωμα…. -- -Σίγουρα ο Αλέξης….ψιθύρισε και για λίγο έμεινε σκεφτική.
Ύστερα πήρε το μολύβι που χρωμάτιζε τα μάτια της και άρχισε να γράφει πάνω στο παράξενο εκείνο φύλλο…..
Μπορεί Αλέξη, (είμαι σίγουρη ότι είσαι εσύ) κάποιος να εγκαταλείψει τον εγωισμό του και να γίνει απόλυτα ειλικρινής στις σχέσεις του μόνο με δύο τρόπους. Όντας παιδί ή όντας ερωτευμένος ;).Και επειδή στα 23 μου δεν με λες παιδί θα αναλύσω τη δεύτερη εκδοχή… Μονάχα όταν το φτερωτό αγγελάκι λοιπόν με ένα παρόμοιο βέλος χτυπήσει την καρδιά μας, μονάχα τότε ξεχνάμε ποιοι είμαστε, πετάμε στα σκουπίδια το εγώ μας και γινόμαστε εμείς. Μία ψυχή, ένα σώμα με τον άνθρωπο που έτυχε να μαγέψει την ψυχή μας. Μονάχα τότε που βιώνουμε το απόλυτο και η επικοινωνία των ανθρώπων περνάει σε άλλο επίπεδο, μονάχα τότε μπορείς να παραδώσεις το δώρο της απόλυτης ειλικρίνειας και ως ανταπόδοση, ο έρωτας θα σε γεμίσει με λουλούδια και στιγμές παντοτινές… Αλέξη σ’αγαπώ….
Το κινητό της άρχισε να χτυπάει και η φωνή του Αλέξη από την άλλη άκρη της γραμμής άρχισε να την ταξιδεύει…… ένοιωθε τόσο ερωτευμένη….

Η νεράιδα παρακολουθούσε αόρατη όλα εκείνα που συνέβαιναν μα τίποτα δεν της έδωσε την απάντηση που ζητούσε, κανένα από τα βέλη δεν ήταν τελικά 100% αποτελεσματικό και έτσι αποφάσισε να επιστρέψει πίσω το τόξο και τα χαρτιά στους ευγενικούς χορηγούς της. Πέταξε πρώτα στο σπίτι του Έρωτα κι εκείνος χαμογελαστός άπλωσε το χέρι του πήρε από το δικό της το τόξο και χωρίς να την ρωτήσει τίποτα άρχισε να πετά και να εκτοξεύει βέλη στον κόσμο των ανθρώπων…..
Στο σπιτάκι του ποιητή όμως στάθηκε λιγάκι άτυχη. Της είχαν περισσέψει περίπου είκοσι φύλλα από εκείνο το αρωματικό χαρτί που της χάρισε εκείνος, μα εφόσον αποφάσισε να σταματήσει το παιχνίδι με τα γράμματα και τα βέλη, θεώρησε υποχρέωσή της να τα επιστρέψει. Όμως όσο κι αν χτυπούσε την πόρτα του, εκείνος δεν άνοιξε. Σίγουρα θα έλειπε, θα περπατούσε στους τριγύρω λόφους και ίσως καθισμένος σε μια πέτρα έγραφε τα επόμενα ποιήματά του…. Θα περιμένω, σκέφτηκε και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα που χρησιμοποιούσε κι εκείνος. Ο χρόνος όμως δεν περνούσε και άρχισε να μυρίζει ένα ένα τα φύλλα στα χέρια της για να περάσει η ώρα. Παρατήρησε τότε πως το κάθε ένα μύριζε διαφορετικά. Λεβάντα, τριαντάφυλλο, κανέλλα, βανίλια, το κάθε ένα το δικό του άρωμα….. Όταν έφτασε όμως στο τελευταίο, διαπίστωσε πως δεν μύριζε απολύτως τίποτα και το γύρισε από την άλλη μεριά μήπως και είχε καλύτερη τύχη. Και τότε είδε σειρές από γράμματα επάνω του….ένα ποίημα ξεχασμένο… άρχισε να διαβάζει….

Μονάχα εκείνος που τολμά και ξέρει τι ζητάει,
εκείνος που δεν φοβάται πια του κόσμου το σκοτάδι.
Αυτός που θυσιάζει για το εμείς το εγώ και σου χαμογελάει,
ξέρει μονάχα να σου δώσει απάντηση σαν χάδι.
--
Μέσα στον καθρέφτη σου να κοιτάς και όταν δεις εκείνο
Το πρόσωπο του αληθινού χωρίς καμιά σκιά.
Το αίνιγμα τότε θα πεις του κόσμου εγώ το λύνω
μες στην ψυχή σου δυνατά θα ανάψει η φωτιά.
--
Και μη θυμώσεις μην ντραπείς αν κάποιος σε προδώσει
Να σκέφτεσαι πάντα όταν πονάς αυτό εδώ το ποίημα
Σαν βάρκα θα έρθει να σε βρει πάντα για να σε σώσει
να σε γλιτώσει απ’το πικρό του ψέματος το κύμα.
--
Και ψέματα ποτέ σου να μην πεις όσο η αλήθεια κι αν πονάει
Πάντα η ειλικρίνεια φωτίζει την ψυχή μας,
Το αγνό και το αληθινό παντοτινά νικάει
Του κόσμου όλα τα στραβά που μπήκαν στη ζωή μας….
--

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Πόσο θα ήθελα...

Πόσο θα ήθελα να είχα ένα ξυπνητήρι, να μπορούσα να αφυπνίσω καρδιές και συνειδήσεις….Ένα μαγικό ξυπνητήρι που όταν θα κουδούνιζε, οι ήχοι του θα έμοιαζαν με καταρράκτες άγριους που θα ξέπλεναν το μέσα μας από τη βλακεία, από τη βρωμιά, από το λίγο….
Ένα ξυπνητήρι που θα ξυπνούσε τον έρωτα στην καρδιά μας, την επανάσταση στην ψυχή μας, τη δύναμη στο σώμα μας, και το καθήκον στη συνείδησή μας… που θα έδιωχνε από πάνω μας τη νωθρότητα, την αναβλητικότητα και τη μαυρίλα που γέμισαν τη ζωή μας οι άθλιοι του κόσμου, που εμείς ονομάσαμε και κάναμε δυνατούς……
Πόσο θα ήθελα να είχα ένα δικό μου απομακρυσμένο νησί, ένα κόσμο να έφτιαχνα χωρίς πολιτικούς, χωρίς ψέματα, χωρίς εκμετάλλευση. Ένα νησί χωρίς πόλεμο, χωρίς συμφέροντα, χωρίς κατινιά, χωρίς κακία….Ένα κόσμο μικρό χωρίς δημοσιογράφους, χωρίς καταστροφολογίες, χωρίς πετρέλαια, χωρίς υλισμό….
Πόσο θα ήθελα να είχα υπομονή, να αντέχω όλα αυτά τα τρελά γύρω μου χωρίς να βράζει η ψυχή μου, χωρίς ο θυμός και η αγανάκτηση να φτάνουν στο κόκκινο μέσα μου….
Πόσο θα ήθελα να είχα μια τεράστια γροθιά, να την χτυπάω επάνω στα τεράστια του κόσμου τραπέζια και να φοβούνται οι άδικοι. Να κρύβονται οι εχθροί μου και η κακία φοβισμένη να χωθεί για πάντα στη σκοτεινή φωλιά της….
Πόσο θα ήθελα αυτή την ώρα που εσείς διαβάζεται αυτή την αναρτησούλα να μου στείλετε ένα χαμόγελο μεγάλο…… Καλημέρα σας…

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

....Mια νύφη για τον γιό μου ή λίγοι ικανοί ηγέτες για τη χώρα μου;

Φωτιές, αδικοχαμένοι άνθρωποι, φωνές, αγανάκτηση, αδικία. Μικρές λέξεις για να περιγράψουν την μεγάλη και άσχημη κατάσταση που μαστιγώνει τη χώρα και τους συμπατριώτες μου. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί κάποιοι οδήγησαν τη χώρα στο σκοτάδι κι εμείς απλά τους αφήσαμε κοιτάζοντας μονάχα το τομάρι μας και την θέση που ίσως το ρουσφέτι μας προσέφερε. Και τα σκουλήκια κατασπάραζαν το άρρωστο σώμα της Ελλάδας, μιας πατρίδας που όχι μόνο πεθαίνει,( κι ας λέει το τραγουδάκι) αλλά φρόντισαν κάποιοι να σκοτώσουν δεκάδες φορές. Και τώρα που το νεκρό της σώμα βρώμισε παραδομένο στη σήψη, οι γείτονες αηδιασμένοι, μας λούζουν με χημικά για να γλυτώσουν, για να εμποδίσουν την μόλυνση ώστε να μην εξαπλωθεί και σε αυτούς.
Αηδιάζω και οργίζομαι από τα χάλια της κοινωνίας μας, από την απέραντη κοροϊδία προς τον κόσμο, από τη διαφθορά και την παντελή έλλειψη αρχών. Αντί για αρχές η χώρα μας γέμισε αρχίδια, (συγνώμη που βρίζω). Κι εμείς είμαστε αναγκασμένοι να τους γλύφουμε, να τους πληρώνουμε τους δασκάλους ιππασίας, τα laptops που δεν μπορούν οι φτωχοί να αγοράσουν!!! ,τα τεράστια επιδόματα χιλιάδων άχρηστων δημοσίων υπαλλήλων, και να καλούμαστε να εξοικονομήσουμε τα δισεκατομμύρια που καταχράστηκαν σε βάρος μας. Λίγοι γελάνε με τους πολλούς, λίγοι πηδάνε τον κόσμο όλο και ο κόσμος τείνει να γίνει παθητικός παρατηρητής, κοιμισμένος και κατευθυνόμενος από μια τηλεόραση που κατασπαράζει ψυχές και συνειδήσεις αχόρταγα.
Και οι καιροί σκοτεινιάζουν από την ομπρέλα της βλακείας και της στενότητας του πνεύματος, οι άνθρωποι οργίζονται, φωνάζουν μα είναι μάλλον αργά….. Καλά να πάθουμε; Κρίμα εδώ που φτάσαμε; Έλα βρε αδερφέ υπάρχουν και χειρότερα; Ή ας παλέψουμε και ας δουλέψουμε όλοι μαζί για να ξεφύγουμε από τον ελληνικό σύγχρονο μεσαίωνα; Η απόφαση δική σας……. Καλό απόγευμα.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Τρίτη ... αργά το βράδυ.

Με βάση τα σταυρωμένα πόδια μου, γραφείο τον καναπέ μου, μα με χαρτί αληθινό αυτή τη φορά στα χέρια μου, σας γράφω απόψε το βράδυ. Συναισθήματα ανάμεικτα, ελαφρύς μυϊκός πόνος από λάθος ασκήσεις και με ένα άδειο στομάχι ( δίαιτα κάνω μην τρομάζετε, δεν πείνασα ακόμα από τη φτώχεια, έχουμε καιρό ένα με δύο μήνες ;) ),κοιτάζω την πατούσα μου ενώ σκέφτομαι δέκα περίπου πράγματα την ίδια στιγμή. Το είχα πάντα εγώ αυτό μη σας ξενίζει, όμως να, απόψε δυσκολεύομαι λίγο παραπάνω για να διαλέξω το θέμα για το οποίο θέλω να σας μιλήσω.
Κι επειδή απόψε ειδικά νοιώθω τόσο μπερδεμένος με τον εαυτό μου μα και με όλο τον κόσμο, αποφάσισα να γράψω εντελώς αυθόρμητα εως χύμα τις σκέψεις μου.
….Κόκκαλα, σάρκα, φλέβες-ομφάλιοι λώροι και η καρδιά μητέρα, που καθημερινά ταΐζει τα κύτταρα-παιδιά της….Τί είναι ο άνθρωπος; Μια μαγική απλά σκόνη από άτομα που ενώθηκαν για λίγο, σχηματίζοντας ένα χορό που ονομάστηκε ζωή υπό το ρυθμό της καρδιάς μας. Και μετά το τέλος της ρυθμικής μουσικής, ξανά σκοτάδι, ξανά σιωπή….Υπαρξιακά ερωτήματα; Ωχ άστο δεν λέει μετά από την επικείμενη διαδήλωση και το μπάχαλο της χώρας μας ας μη σας προσθέσω κι άλλα βάρη.
….Νοιώθω την ανάγκη να ‘’πυροβολήσω’’ λιγάκι τον εαυτό μου, θυμάμαι τότε που ήμουν παιδί και φανταζόμουν τον εαυτό μου πλούσιο και φιλάνθρωπο…..τρίχες, από μικρός εγωιστής και ματαιόδοξος….Ήθελα απλά να φουσκώνω σαν γαλοπούλα από αυτοθαυμασμό.....ηλίθιο παιδί…… Η κουβέντα πάει σε αυτοκριτική…άστο….
Ένα κουνούπι προσγειώνεται στο χέρι μου και λίγο πριν βυθίσει τη μύτη του στο δέρμα μου ο μικρός βρικόλακας, το διώχνω μακριά. Δεν το σκοτώνω κι ας είχα την ευκαιρία. Θα ήταν βλέπεις πολύ δειλό από μέρους μου να αφήνω ατιμώρητες τις τεράστιες βδέλλες-λαμόγια να πίνουν το αίμα μου και να καταδικάσω ένα αθώο πλάσμα που απλά προσπαθεί να τραφεί….Ούτε βίλες χτίζει το καημένο, ούτε με δουλεύει κατάμουτρα. Προσπαθεί μονάχα να επιβιώσει….Η συζήτηση πάει προς την πολιτική…άστο…
Διαβάζω λίγους στίχους από το Ρίτσο……
Μα όχι δεν θέλω ταπεινός στους ταπεινούς κι εγώ κι άγνωστος στης ανυπαρξίας να βυθιστώ τα θάμπη.
Μούσα, το χέρι δώσε μου και κάν’το μου οδηγό κι απ την αψίδα των σκιών στο φώς ο νους μου θα μπει….
…Η ψυχή μου αναριγεί στην ανάγνωση αυτών των στίχων…Άραγε θα καταφέρω ποτέ, όντας τόσο λίγος να αποτυπώσω στο χαρτί ή στις ψυχές κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει αντίστοιχα συναισθήματα;…..Να μπορείς να εμπνέεις…πόσο μεγάλο πραγματικά δώρο… μα τόσο σπάνιο στην εποχή μας….άστο.
Το κουνούπι γύρισε και αυτή τη φορά κατάφερε να με τσιμπήσει αφήνοντάς με με λιγότερο μεν αίμα, μα και με μια απαίσια φαγούρα δε, από το άτιμο το αιμοστατικό που έφτυσε στη μικροσκοπική πληγή. Μα εγώ χαμογελώ, γιατί μπορεί να μην κατάφερα για ακόμα μια φορά να δώσω τροφή στη σκέψη και στη ψυχή σας, μα τάισα έστω και άθελά μου ένα μικροσκοπικό, ενοχλητικό για όλους πλασματάκι…
Ίσως έτσι κάποτε να μπορέσω να πω εκείνα που θέλω, απλά εκεί που δεν θα το περιμένω να καταφέρω να χαρίσω λίγο από το αίμα της δικής μου ψυχής σε όλους εσάς. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, έτσι απλά για να σας ευχαριστήσω που είστε ακόμα εδώ ;) . Καλημέρα σας.!!!

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Αχαχαχαχαριστία. ;)

Μετρούσα πόσα ακόμα θέλω από τη ζωή για να νοιώσω γεμάτος, απόλυτα ευτυχισμένος, επιτυχημένος, μα ο κατάλογος ήταν απίστευτα μακρύς και ένοιωσα θλίψη…. Τότε συνάντησα το ‘’ζώο’’ στις σελίδες κάποιου βιβλίου και κατάλαβα πως τα έχω όλα. Θύμωσα τόσο με τον εαυτό μου……..

( το ‘’ζώο’’ είναι ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου του Ιντρα Σινχα. Πρόκειται για ένα εικοσάχρονο αγόρι, το οποίο μετά από μία έκρηξη σε εργοστάσιο χημικών της περιοχής του, περπατά στα τέσσερα, λόγο της αλλοίωσης που υπέστη στη σπονδυλική του στήλη από τα τοξικά αέρια… Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα και το αγόρι γνωστό και ως ο κουασιμόδος της Πραντές, είναι αληθινό πρόσωπο.)

Θυμάμαι κάποτε, παιδί ακόμα να πηγαίνω στο σχολείο κάποιες φορές και η βροχή να με μουσκεύει. Κοίταζα τα αυτοκίνητα παρκαρισμένα γύρω μου και ακόμα και τα σκουριασμένα σαράβαλα έμοιαζαν τόσο απίστευτα όμορφα στα μάτια μου τις στιγμές εκείνες. Τα χρόνια πέρασαν και απέκτησα δικό μου αυτοκίνητο, μα να,…ξέρεις, λίγο καλύτερο μπορώ; Είναι πιο στιβαρό βρε παιδί μου εκείνο το audi…χμ ….
Θυμάμαι κάποτε παιδί ακόμα να κοιτάζω τα ρολόγια χειρός και το δικό χέρι μου να το διακοσμεί μονάχα ένα από εκείνα τα ψεύτικα, που πουλάνε για πέντε ευρώ σήμερα στα πανηγύρια. Ο καιρός πέρασε και απέκτησα το πρώτο δικό μου καλό ας πούμε ρολόι….μα τι να κάνω μου έγινε φετίχ και σήμερα έχω καμιά δεκαριά από εκείνα τα καλά, αλλά να… θέλω κι άλλα….χμ…
Θυμάμαι εκείνα τα φιρμάτα ρούχα που φορούσαν κάποιοι και πόσο πραγματικά κομψοί έμοιαζαν μέσα σε αυτά. Κι εγώ φορούσα φτηνιάρικα………Ο καιρός πέρασε και όλες οι γνωστές εμπορικές μάρκες ξεχειλίζουν από τη ντουλάπα μου….αλλά , ξέρεις εκείνο το burberry καινούργιο πουκάμισο…τι καλό……χμ
Θυμάμαι να μιλάνε για όμορφα εστιατόρια και για γεύσεις μοναδικές, ενώ εγώ επισκεπτόμουν μονάχα ταβέρνες σπάνια με τους γονείς μου…. Τα χρόνια πέρασαν και όλες οι δήθεν καλές γεύσεις παρέλασαν από το στομάχι μου, μα να εκείνο το εστιατόριο στις μαλδίβες δείχνει τόσο όμορφο που δεν μπορώ να αντισταθώ….χμ
Αν συνέχιζα να σας περιγράφω πόσο αχάριστος έχω υπάρξει, πραγματικά μπορεί να σας έκλεβα και μια ολόκληρη μέρα. (άσε που οι περισσότεροι θα βαριόσασταν και απλά θα κλείνατε τη σελίδα). Έτσι αποφάσισα να γίνω καλύτερος άνθρωπος και ξεκίνησα και πάλι όπως τότε που ήμουν μικρό παιδί, να απολαμβάνω τα μικρά μα μεγάλα και όμορφα της ζωής. Εσείς…; Άσε που οι επιλογές έτσι κι αλλιώς είναι λίγες τώρα που οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν τα γ....σιάτικα των αλητών…… Καλημέρα