Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Ποιός;

Άνοιξε τα καταγάλανα μάτια της αργά, ενοχλημένη από το μεσημεριανό δυνατό ήλιο που έπεφτε στο πρόσωπό της. Ανασήκωσε το κεφάλι της και με έκπληξη διαπίστωσε πως βρισκόταν στην ύπαιθρο, ξαπλωμένη ανάμεσα σε ερείπια αρχαίων ναών. Ένοιωθε κουρασμένη, για λίγο δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται ούτε πια είναι. Δοκίμασε να σηκωθεί, μα τα χρυσά της σανδάλια δεν ήταν στη γνωστή θέση τους και τα αγκάθια πλήγωσαν τα γυμνά της πόδια αμέσως μόλις άγγιξαν το έδαφος. Κάθισε λοιπόν ξανά στο κρεβάτι της και προσπαθούσε να φανεί όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη, μα η ανησυχία άρχισε να πυκνώνει μέσα της σαν ένα σκοτεινό σύννεφο λίγο πριν την καταιγίδα. Πονούσε, έπιασε το κεφάλι της και διαπίστωσε πως τα άλλοτε πυρόξανθα μακριά μαλλιά της είχαν χαθεί. Η αίσθηση του γυμνού δέρματος στο κεφάλι της την έκανε να φοβηθεί. Και τότε θυμήθηκε πως θα γινόταν ξανά μητέρα, άγγιξε την κοιλιά της και με τρόμο διαπίστωσε πως το μωρό της δεν ήταν πια εκεί. Κοίταξε τα σεντόνια και κηλίδες από αίμα μαρτυρούσαν το τραγικό που συνέβη. Άρχισε να τρέχει αγνοώντας τις πληγές που τα αγκάθια και τα ξερόχορτα δημιουργούσαν στα πόδια της. Ήθελε να ουρλιάξει μα η φωνή δεν μπορούσε να βγει από τα χείλη της και η κραυγή φυλακισμένη στο στήθος της ξέσκιζε τα σωθικά της. Έτρεχε ασταμάτητα μέχρι που σωριάστηκε καταρρακωμένη στο χώμα. Έψαχνε απαντήσεις δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί και αυτό την έκανε να νοιώθει χειρότερα…. Ο πόνος μάτωνε την καρδιά της και ο φόβος τύλιγε την ύπαρξή της… Έτσι έμεινε κατάχαμα πεσμένη, περιμένοντας το σκοτάδι να την τυλίξει για πάντα, χωρίς ίχνος θέλησης για ζωή μέσα της. Είχε χάσει τα πάντα και το χειρότερο ήταν πως δεν κατάλαβε τίποτα. Λες και μέσα στον ύπνο, ο Εφιάλτης κατάφερε να εισχωρήσει στην πραγματικότητα με κάποιο τρόπο και να διαλύσει την πραγματική της ζωή….
Μετά από ώρα…. Πόση δεν ξέρει, ο χρόνος ήταν κάτι εντελώς ρευστό για εκείνη…ένα άγγιγμα ένοιωσε στον ώμο της. Γύρισε με τις τελευταίες δυνάμεις της και μια παλιά γνώριμη φίλη στεκόταν μπροστά της. –Πες μου τι συνέβη, της είπε και η ψηλή γυναίκα με τα ολόλευκα μαλλιά και το σχεδόν μυθικά όμορφο πρόσωπο, έριξε τα καταπράσινα μάτια της στο χώμα και της απάντησε με χαμηλή φωνή, γεμάτη πίκρα. – Σε βίασαν, σε λήστεψαν, σε εξευτέλισαν, σε πόνεσαν, σε μαστίγωσαν….και η φωνή της σταμάτησε πνιγμένη από ένα λυγμό…. Η κοπέλα με τα ξεσκισμένα ρούχα και την καμένη ψυχή, της είπε μονάχα μια λέξη….- ποιος; Ποιος το έκανε Ελπίδα; Και η Ελπίδα απάντησε δειλά με φωνή τσακισμένη….Τα ίδια σου τα παιδιά……………….. Έπειτα της έδωσε το χέρι της, τη σήκωσε, την αγκάλιασε και με ένα χαμόγελο που με κόπο σχημάτισε στα χείλη της είπε….- Μη φοβάσαι Ελλάδα, μπορούμε ακόμα να τα καταφέρουμε όσο έχουμε η μία την άλλη….

Δεν υπάρχουν σχόλια: