Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

...

Το χέρι της σχεδόν αποστεωμένο, άγγιζε το δικό μου και ένοιωθα την παγερή ανάσα του θανάτου στο σχεδόν διάφανο από την αδυναμία δέρμα της. Τα μάτια της θολά με κοίταζαν, μα το βλέμμα της δεν μπορούσε να εστιάσει, λες και πλανιόταν σε κάποιους κόσμους μακρινούς…άλλους. Η ανάσα της έβγαινε με κόπο από τα μελανά της χείλη και ο ρυθμός της καρδιάς που προσπαθούσα για ώρα να εντοπίσω στον καρπό της, άρρυθμος φώναζε πως το μοιραίο είναι κοντά. Λες και ξέχασε ο τυμπανιστής εκεί μέσα στο στήθος της να δώσει το ρυθμό στην παρέλαση της ζωής…
Άσχημο πράγμα ο θάνατος….. Θυμώνω που είναι το μοναδικό δεδομένο στη ζωή μας….Φεύγω από το δωμάτιο και περπατώ με γρήγορα βήματα. Βγαίνω στο δρόμο και ο αέρας που με χτυπάει στο πρόσωπο μου θυμίζει πόσο όμορφη είναι η ζωή. Συναντώ στο απέναντι πάρκο μητέρες με τα παιδιά τους να παίζουν και να χαμογελούν ανέμελα, ζευγαράκια 15χρονα να φιλιούνται στα χείλη και να ανακαλύπτουν τη ζωή, ποδηλάτες να τρέχουν ρουφώντας με το πέρασμά τους ενέργεια….. Το στομάχι μου καίει, σκέφτομαι ξανά πως το μέλλον όλων μας είναι το τέλος… Σταματώ σε ένα καφέ και προσπαθώ να καθαρίσω το μυαλό μου παραγγέλνοντας ένα milkshake. Το στομάχι μου είναι χάλια, όμως η γνώριμη αγαπημένη γεύση και αίσθηση των παιδικών μου χρόνων, με χαλαρώνει. Στιγμές μετά το κινητό μου χτυπάει και με επαναφέρει άγρια στο παρόν…- Σε δύο το πολύ ώρες λένε οι γιατροί πως θα έρθει το μοιραίο….Ακούω αυτά τα λόγια και κάθε ελπίδα που ξεγέλασε τη λογική και φώλιαζε στην ψυχή μου χάνεται μια κι έξω…. Πληρώνω το ποτό μου και γυρίζω στο δωμάτιο….
Ο ήχος από τη σταγόνα που στάζει στον ορό της μοιάζει αυτή τη στιγμή στα αυτιά μου με κλεψύδρα θανάτου που μετρά κόκκους πριν ο σκοτεινός άγγελος θερίσει την ψυχή της. Και τότε ανοίγει διάπλατα τα μάτια της, το βλέμμα της καθαρίζει και μιλάει ξανά….τέσσερις ολόκληρες μέρες είχε να πει το οτιδήποτε…. Στο μυαλό μου η λέξη ‘κύκνειο άσμα’ αναβοσβήνει σαν πινακίδα από νέον σε κακόφημη περιοχή. Οι λέξεις βγαίνουν από τα χείλη της με κόπο.. –Σας αγαπώ πολύ…όμως φεύγω…και φοβάμαι τόσο…τόσο πολύ… Τελειώνει τη λέξη και πέφτει σε κώμα, η καρδιά μου σφυροκοπάει άγρια το στήθος μου….πέθανε σκέφτομαι και το μυαλό μου αρχίζει να θολώνει. Μα τα σχεδόν μπλε χείλη της ανοίγουν ξανά….- Τι μένει, τι στο καλό μένει από το πέρασμά μου σε αυτό τον κόσμο;…πόνος κακία, αγάπη, ευτυχώς έζησα την αγάπη, πόσο όμορφη είναι… Η νοσοκόμα βρέχει τα χείλη της με λίγο νερό μα δεν της λέει να ησυχάσει, γνωρίζει πως από στιγμή σε στιγμή οι μοίρες θα κόψουν βίαια το χρυσό νήμα της ζωής της από τον αργαλειό του χρόνου. Και εκείνη συνεχίζει.. μα μιλά άναρθρα… χάνει τα λόγια της ξανά.
Μέσα μου νοιώθω άδειος αυτή την ώρα, θέλω να της πω κάτι, πρέπει να της πω κάτι αλλιώς για όλη μου τη ζωή θα μετανιώνω… όμως τι μπορεί να πει κανείς σε κάποιον όταν γνωρίζεις κι εσύ κι εκείνος ότι το τέλος έφτασε; Το μυαλό μου τρέχει στα λόγια του επίκτητου…… Τους ανθρώπους τρομάζουν όχι οι καταστάσεις που περνούν, αλλά οι ιδέες που έχουν γι αυτές. Ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, γιατί τότε θα ήταν και για το Σωκράτη…το θάνατο τον κάνει φοβερό η ιδέα ότι είναι φοβερός……
Μα πως στο καλό να πω κάτι τέτοιο, κάτι που δεν μπορώ ούτε ο ίδιος να ασπαστώ όντας δειλός; Τι να κάνω; Η σκέψη μου τρέχει με χίλια μα όσο κι αν τρέχεις χωρίς προορισμό δεν φτάνεις ποτέ πουθενά….
Ανοίγει ξανά τα χείλη της και με τις λίγες σταγόνες ζωής που της μένουν βρέχει τις ψυχές μας με δάκρυα…. –Τι κατάφερα στη ζωή; Πόσο χαμένη ήμουν στα ψεύτικα όνειρά τους;
Προσπαθώ να της απαντήσω μα το λόγια της πλήγωσαν τα αυτιά μου σαν θρυμματισμένα κομμάτια κρύσταλλο, από ποτήρια σαμπάνιας που δεν γιόρτασαν ποτέ τίποτα…… Οι λέξεις επιθυμούν να βγουν, μα μπροστά στο μέγεθος αυτού που βιώνω μοιάζουν όλα μικρά…λίγα. Στέλνω απλά το χέρι μου να βρει το δικό της και προσπαθώ να της περάσω λίγη από τη δική μου δύναμη….μάταια όμως… Με σφίγγει ανέλπιστα δυνατά για λίγο και μετά το χέρι της άψυχο πέφτει στο σεντόνι….
Έφυγε.. και εγώ παρέμεινα σιωπηλός…σηκώνομαι…περπατώ…τρέχω…απλά φεύγω. Ώρες μετά με βρίσκω δίπλα σε ένα μεγάλο δέντρο να κοιτάζω σαν χαμένος τον υπεραιωνόβιο κορμό του. Τα χείλη μου ανοίγουν με δυσκολία, λες και ο πόνος τα εμποδίζει να πουν οτιδήποτε… -Πώς να φερθείς σε κάποιον όταν ξέρεις ότι την επόμενη στιγμή μπορεί να χαθεί; Μα το δέντρο δεν μιλάει, δεν μου απαντά…απλά σχηματίζει ήχους παρέα με τον άνεμο που χαιδεύει τα κλαδιά του. Και μέσα στη ζάλη μου σαν να ακούω τη μελωδία της φύσης να παίρνει φωνή και να λέει – ένα άγγιγμα ίσως…ένα βλέμμα να είναι αρκετό……

Καλημέρα σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: