Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Ιστοριούλα...

Το προαύλιο ήταν καταπράσινο και έμοιαζε με όαση δροσιάς σε αυτή τη μεριά της μεγαλούπολης. Το μεγάλο σιντριβάνι με τα αγγελάκια στο κέντρο της αυλής σε συνδυασμό με το νεοκλασικό κτήριο, θύμιζαν κάτι από Ρώμη στην Έλλη. Μονάχα οι άνθρωποι με τις μονόχρωμες μπεζ πιζάμες που έβγαιναν σε μπουλούκια από την κεντρική είσοδο του κτηρίου σε επανέφε◘ραν στην πραγματικότητα. Η Έλλη σηκώθηκε και μόλις τα μάτια της εντόπισαν τη μεγάλη της αδερφή, έπεσε στην αγκαλιά της και την έσφιξε με αγάπη. Η κοπέλα απέναντί της όπως πάντα, ανταπέδωσε με ένα άχρωμο παγωμένο χαμόγελο και ένα βλέμμα… αχ αυτό το βλέμμα, τρυπούσε κάθε φορά την ψυχή της Έλλης από άκρη σε άκρη.
Η Λίνα ήταν ήδη τέσσερα χρόνια στο ψυχιατρείο μα δεν είχε σημειώσει καμία απολύτως πρόοδο. Τη θυμόταν όταν ήταν ακόμα καλά, τότε που τίποτε δεν μαρτυρούσε τη μετέπειτα εξέλιξη της…… Λίγα χρόνια μόλις πριν από το τραγικό γεγονός που γκρέμισε για πάντα την οικογενειακή τους ισορροπία.Η Έλλη αποφάσισε να παλέψει, να ξεχάσει, να νικήσει, μα η Λίνα δεν άντεξε το βάρος και έχασε τον εαυτό της. Λες και ξαφνικά μία τεράστια σκούπα σάρωσε για πάντα από μέσα της όλη την όρεξη και το πάθος της για ζωή.
Οι δύο αδερφές που έμοιαζαν απίστευτα, κάθισαν σε ένα παγκάκι και η Έλλη άνοιξε ένα τάπερ προτείνοντας στην αδερφή της το αγαπημένο της γλυκό. –Λίνα… μιλφέιγ σου έχω εδώ, είναι το αγαπημένο σου και το έφτιαξα όπως το έφτιαχνε η μαμά……. Πριν ολοκληρώσει όμως τη φράση της και στο άκουσμα της λέξης μαμά… η Λίνα άρχισε να φωνάζει, να κλαίει δυνατά και να τρέχει σαν κυνηγημένη…… Οι νοσοκόμοι την κράτησαν ήρεμα και ο γιατρός βύθισε στη φλέβα της την ένεση με το ηρεμιστικό….. Στράφηκε στην Έλλη και της είπε ήρεμα πως καλό θα ήταν να μην της θυμίζει τίποτα σχετικό με τα πρόσωπα που έχασαν εκείνο το βράδυ.
Η κοπέλα κίνησε προς την έξοδο του θεραπευτηρίου τσακισμένη, μα μια ξαφνική ζάλη την έκανε να παραπατήσει και σχεδόν να σωριαστεί. Ευτυχώς, ήταν εκεί ένας νεαρός άνδρας και την συγκράτησε, την οδήγησε προσεκτικά στο διπλανό παγκάκι και κάθισε μαζί της.
– Είστε καλύτερα; τη ρώτησε κρατώντας την ακόμα στα χέρια του και η Έλλη ντροπιασμένη για την αδυναμία της ή ίσως και για το άγγιγμά του, κοκκίνισε ελαφρά. Εκείνος το πρόσεξε και ανταπέδωσε χαριτολογώντας…- Πάντως αν κρίνω από το χρώμα σας μοιάζει να πηγαίνετε καλύτερα. Η Έλλη του ανταπέδωσε ένα χαμόγελο αμηχανίας και με σταθερή φωνή του απάντησε. –Ναι, συγνώμη για την αναστάτωση και ευχαριστώ νοιώθω πολύ καλύτερα. Έκανε να σηκωθεί μα εκείνος σαν να αντιλήφθηκε την κίνησή της άφησε μια ερώτηση να ξεφύγει από τα χείλη του. Μία ερώτηση που την έκανε να καθίσει και πάλι. –Έχετε κάποιο συγγενή σας εδώ; Η ερώτηση αν και κλισέ σε ένα τέτοιο χώρο, την ξάφνιασε, γιατί αυτός ο άνθρωπος καθώς μιλούσε και σε κοίταζε ,είχε κάτι παράξενο επάνω του, κάτι που μέσα στη ζάλη της δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
– Ναι, τη μεγάλη μου αδερφή απάντησε η Έλλη και συνέχισε…. – εσείς; Ο νεαρός άνδρας της χαμογέλασε πλατιά και παρά το γεγονός πως το χαμόγελό του ήταν συνηθισμένο, την έκανε να νοιώσει απρόσμενα ευχάριστα. – Εγώ έχω εδώ ένα πολύ αγαπημένο και παράλληλα πολύ μισητό μου πρόσωπο….δεν βαριέστε, λίγο ως πολύ όλες οι οικογένειες έχουν και κάποιο ψυχικά ασθενή στους κόλπους τους. Ίσως ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ίσως οι υπερβολικές απαιτήσεις μας, να οδηγούν τους ανθρώπους σε αυτή την κατάσταση….
Η Έλλη ήθελε να του πει πως δεν φταίει μόνο η σύγχρονη ζωή μα όταν ανέτρεξε στη μνήμη της τις εικόνες που είχε σε κάποια άκρη της ψυχής της σχετικά με εκείνο το βράδυ, κατάλαβε πως εκείνος είχε δίκιο. Αν η κοινωνία μας ήταν καλύτερη ίσως το χέρι του 17χρονου χρήστη να μην έκοβε το νήμα της ζωής των γονιών της εκείνο το μοιραίο βράδυ για λίγα ευρώ………. Τα μάτια της έγιναν κρυστάλλινα και άρχισαν να δακρύζουν, μα για κάποιο λόγο με εκείνον απέναντί της, ένοιωθε άνετα και δεν γύρισε το κεφάλι της αλλού. Για να την βγάλει από τη δύσκολη θέση, ξαναπήρε το λόγο χαμογελώντας σαν απάντηση στα δάκρυά της, πράγμα που εκείνη το εκτίμησε πολύ. Δεν ήθελε κανένας να την λυπάται και ο άνδρας απέναντί της έμοιαζε να το γνωρίζει καλά αυτό.
– Με λένε Αντώνη της είπε, δεν έτυχε να συστηθούμε πιο πριν, αγένειά μου… και της πρότεινε το χέρι του. Η Έλλη ανταπέδωσε τη χειραψία και αφού πρόφερε κι εκείνη το όνομά της σηκώθηκε από το παγκάκι. –Είναι αργά, πρέπει κάπου εδώ να σας αφήσω, το πρόγραμμά μου είναι πολύ φορτωμένο και έχω δεκάδες δουλειές να κάνω ως το βράδυ…χάρηκα που σας γνώρισα….. σας ευχαριστώ πολύ για την ευγενική βοήθειά σας…..και του χάρισε ένα ειλικρινές χαμόγελο. Εκείνος όμως σαν να μη το είδε, σαν να μην άκουσε τίποτα από όσα του είπε, την κοίταξε και πάντα χαμογελαστός της πρότεινε να κάνουν μια βόλτα στο τεράστιο προαύλιο.
-Αγαπητή μου, ο χρόνος τρέχει, η ζωή η ίδια τρέχει σαν τρελή, μα πάντα υπάρχει λίγος χρόνος για να απολαύσει κάποιος ένα όμορφο πρωινό, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες. Θα χαρώ πολύ λοιπόν να κάνετε το γύρω του κτηρίου μαζί μου και πριν το αρνηθείτε, οφείλω να σας πω πως η συντροφιά σας σε αυτό τον περίπατο, είναι το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε αν θέλετε να μου ανταποδώσετε το γεγονός πως δεν σχολίασα περισσότερο τα κατακόκκινα μάγουλα που δήλωσαν την αμηχανία σας προηγουμένως. Λένε πως είμαι πειραχτήρι και σας βεβαιώ πως σε αντίστοιχη περίπτωση θα το εκμεταλλευόμουν αυτό ακόμα και για να σας φλερτάρω. Όμως ο σκοπός μου είναι εντελώς αθώος και πλατωνικός απέναντί σας, συνεπώς δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Τελειώνοντας τα λόγια του, ξεκίνησε να περπατά χωρίς να κοιτάξει πίσω, βέβαιος σχεδόν πως εκείνη τον ακολουθεί. Και όντως τον ακολουθούσε, χωρίς βούληση, λες και τα πόδια της περπατούσαν δίπλα του χωρίς να υπακούν στην εντολή της λογικής και της καχυποψίας της που χτυπούσε ένα συναγερμό μέσα της και την πρόσταζε να φύγει μακριά του. Λοιπόν Έλλη; Πως είναι η ζωή σου μετά από τις επισκέψεις σου εδώ μέσα; Η Έλλη τον κοίταξε παραξενεμένη και με ένα ίχνος θυμού του απάντησε με ερώτηση περνώντας κι εκείνη στον ενικό. -Εσύ Αντώνη, πως νοιώθεις κάθε φορά που περνάς αυτή την πόρτα του ψεύτικου παραδείσου; Κάθε φορά που περπατάς σε αυτό τον κήπο; Φιλοσοφείς τη ζωή και φροντίζεις να το δείχνεις στις ανυποψίαστες επισκέπτριες όταν τυχαίνει όπως εγώ να ζαλιστούν λίγο πριν την έξοδο, προς όφελος και ικανοποίηση κάποιας εσωτερικής σου κρυφής ανάγκης; Ο Αντώνης σταμάτησε να περπατά και την κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια της για πρώτη φορά. Το βλέμμα του είχε κάτι που έκανε την Έλλη να ανατριχιάσει, όχι όμως από φόβο, ούτε από ανασφάλεια. Απλά στα μάτια του για πρώτη φορά έβλεπε κάτι σε έναν άνδρα που της θύμιζε τα παιδικά της χρόνια. Αγνότητα και ειλικρίνεια μαζί μπλεγμένα, σαν ανάγλυφες λέξεις επάνω στην σκούρα πράσινη ίριδα των ματιών του. Ένοιωσε ένοχη, λίγη, κακιά, που προσπάθησε να αμφισβητήσει εκείνο το βλέμμα. Ήθελε να του ζητήσει συγνώμη, να τον αγκαλιάσει μα συνειδητοποίησε ότι… ήταν απλά ένας ξένος και σταμάτησε…

Ο Αντώνης σαν να διάβασε τη σκέψη της, σώπασε, έσκυψε και έκοψε ένα μικρό ανθάκι που φύτρωνε στο γρασίδι και της το προσέφερε. –Έλλη, κάθε φορά που περπατώ στον κήπο αναρωτιέμαι ποιος είμαι, που πηγαίνω, τι πραγματικά θέλω. Νοιώθω πως έχω τις απαντήσεις μα δεν έχω τη δύναμη να κάνω τις ερωτήσεις στον εαυτό μου….. Άγγιξε το χέρι της και της ένευσε καταφατικά, εκείνη σαν να τον ήξερε από παλιά τον ρώτησε…… Τι ζητάς Αντώνη; Τι πραγματικά θέλεις από τη ζωή σου;
-Θέλω να ζήσω το όνειρο… απλά.
-Και ποιο είναι αυτό Αντώνη; Μίλησέ μου…. Άκουγε τα λόγια της και απορούσε με τον εαυτό της. Πρώτη φορά μιλούσε έτσι με έναν άγνωστο….άγνωστο; δεν της ήταν πια άγνωστος, ήταν λες και τον γνώριζε χρόνια ολόκληρα…..
- Το όνειρό μου είναι να μπορώ να ονειρεύομαι και να ζω μέσα από τα όνειρα. Να αφήνω την ψυχή μου αγνή να ταξιδεύει, να γνωρίζει, να αγαπά, να μισεί, να υποφέρει και να λυτρώνεται. Να μπορεί να ζει τη φωτιά, το κενό και τέλος τη μνήμη. Τη φωτιά που το πάθος του κάθε ονείρου ξυπνάει στην ψυχή μας, το κενό που αφήνει όταν το όνειρο όπως όλα κάποτε τελειώνει, αφήνοντας στο τέλος η μνήμη του ίδιου του ονείρου, την ανάμνηση των μαγικών αυτών στιγμών, που σε κάνει να καμαρώνεις όταν τα χρόνια περάσουν πως η ζωή σου δεν πήγε χαμένη…….
Η Έλλη συνέχισε να περπατάει χαμένη στις σκέψεις της, όταν φωνές απότομα διέκοψαν τον περίπατό τους. Τρείς γεροδεμένοι νοσοκόμοι έπεσαν με μανία επάνω του και τον πήραν μακριά της. Ο ένας φώναζε καθώς τον τραβούσε βίαια, -δεν θα ξαναμείνεις ποτέ έξω μετά το επισκεπτήριο ακούς…ποτέ!
Ο Αντώνης καθώς τον απομάκρυναν γυρνούσε το κεφάλι του και την κοίταζε ξανά και ξανά σαν να ήθελε να αποτυπώσει για πάντα τη μορφή της σε εκείνο το δικό του κόσμο…… Η Έλλη έφυγε, συνέχισε τη μέρα της, μα όταν το βράδυ ξάπλωσε κουρασμένη στο κρεβάτι της η μορφή του Αντώνη και τα λόγια του ήταν εκεί…μαζί της. Καληνύχτα Αντώνη, ψιθύρισε λίγο πριν ο μορφέας την πάρει στην αγκαλιά του…χάρηκα που σε γνώρισα….αλήθεια…

Δεν υπάρχουν σχόλια: