Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Ιστοριούλα...

Της άρεσε να περνάει κάποια λεπτά καθισμένη στο παγκάκι μπροστά από τη θάλασσα. Πάντα έβρισκε λίγο χρόνο μετά τη δουλειά για να χαρίσει στον εαυτό της αυτές τις λίγες μα αναζωογονητικές στιγμές. Απόψε τα κύματα χόρευαν ήρεμα το θαλασσινό χορό και ο ήλιος χρωμάτιζε απαλά ένα φωτεινό διάδρομο, που έμοιαζε τόσο όμορφος και ήταν σαν να σου δημιουργούσε την λαχτάρα να περπατήσεις επάνω του και να ανέβεις για λίγο στ’ αστέρια. Έλυσε τα μαλλιά της με μία απότομη κίνηση, σαν να ήθελε να πετάξει από πάνω της την κούραση και να ελευθερωθεί μέσα σε μια στιγμή από την ημερήσια πίεση.
Είχε θέση ευθύνης εδώ και αρκετό καιρό στη μεγάλη εταιρία, μα παρά τον μεγάλο μισθό και την αίγλη της θέσης, η ζωή άρχιζε σιγά σιγά να χάνει το χρώμα της. Τα καθήκοντα αυξήθηκαν, οι παρέες και οι δήθεν φίλοι χάθηκαν γιατί δεν άντεξαν την επιτυχία της και ο χρόνος ήταν τόσο λιγοστός τις καθημερινές για εκείνη, που το πεντάλεπτο που χάριζε στον εαυτό της σε εκείνο το παγκάκι, έμοιαζε με ώρες ολόκληρες. Ο χρόνος είχε νέα διάσταση πια για την Άννα και ακόμα και λίγες στιγμές χαλάρωσης, την όπλιζαν με δύναμη και υπομονή για να συνεχίσει.
Κι εκεί που ήταν έτοιμη να σηκωθεί, ένα αεράκι λίγο πιο δυνατό φύσηξε και μαζί με τα μαλλιά της, ένα φύλλο χαρτί παρασύρθηκε από τον άνεμο και προσγειώθηκε στα σταυρωμένα πόδια της. Ξαφνιάστηκε για λίγο και πήγε να το απομακρύνει πιστεύοντας πως είναι ένα βρώμικο διαφημιστικό φυλλάδιο, από εκείνα που η μοίρα τους ορίζει να παρασύρονται συνήθως από τον άνεμο, παρατημένα από τα χέρια κάποιων βαριεστημένων πολιτών, που δεν έχουν την στοιχειώδη καλοσύνη να τα πετάξουν σε κάποιο κάδο. Όμως τα γράμματα από στυλό επάνω στο χαρτί, τράβηξαν την προσοχή της Άννας. Έτσι, πήρε το φύλλο στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει….

Αν έφτασε η ώρα αυτή που πρέπει να ζυγίσεις, όσα ως σήμερα έζησες και το αύριο να σκεφτείς.
Ψάξε σε βάθος μέσα σου και να μην αγνοήσεις, όσα προστάζει την ψυχή η παιδική φωνή.
--
Πολλά κι αν πέτυχες ψηλά κι αν έφτασες πολύ, τα χείλη σου χαμογελούν τα βράδια που γυρίζεις;
Νοιώθει η σκέψη σου άραγε ποτέ της σαν πουλί; Η μήπως ξέχασες από τα πολλά τα άνθη να μυρίζεις;
--
Κι εγώ που σε κοιτώ και γράφω αυτό το ποίημα, ξέρω πως ίσως σου φανεί αυτό χαζό πολύ.
Μα μια ανάγκη υπηρετώ ένα δικό μου κύμα, μικρό λουλούδι είναι η ζωή σε μαγική αυλή.
--
Τον άνεμο παρακαλώ στα χέρια σου να βάλει, αυτό το φύλλο που πετώ μακριά μου να χαθεί.
Σαν μήνυμα θαλασσινό μέσα σε ένα μπουκάλι, σαν ποιητής που τη μούσα του προσμένει να φανεί.
--
Κλείνοντας θέλω μοναχά μία ευχή να στείλω, ο κόσμος πάντα θα ζητά από εσένα πολλά.
Μα τώρα που ίσως κρατάς στα χέρια σου το φύλλο, θέλω μονάχα αν μπορείς να μου χαμογελάς.
-

Τελειώνοντας την ανάγνωση του παραπάνω, η Άννα σηκώθηκε αργά από το παγκάκι, πλησίασε προς τη θάλασσα και κοιτώντας για μία στιγμή τον Ήλιο κατάματα χαμογέλασε πλατιά.

(Ζητώ συγνώμη από τους αναγνώστες μου για την προχειρότητα της γραφής μου και για το μη προσεγμένο ιδιαίτερα ποίημά μου. Ο χρόνος μου σήμερα είναι λιγοστός σαν της Άννας και το δικό μου παγκάκι είναι ακριβώς αυτή η στιγμή που σας γράφω….) Καλημέρα σε όλους.

2 σχόλια:

fidemboras είπε...

Τρία πουλάκια κάθονται, και το'να πλέκει κάλτσες
Κι εκεί που τις καλόπλεκε, να'σου από 'κει περνάνε,
Ο Κωνσταντής κι Αρετή, στη μάνα τους να πάνε

Χωρίς να χάσουνε καιρό, αρχίζουν τραγουδάνε
"Κοίτα να δεις τι γκόμενα που σέρνει το ψοφίμι"
"Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;"
"Πουλάκια είναι κι ας κηλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε."
Δυο βήματα δεν πρόφτασαν, εκείνα τραγουδούνε:
"Δεν είν'αυτός ο Κωνσταντής, ο τρισλιβανισμένος;"
"Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;"
"Απρίλης ειν'και κηλαηδούν, και Μάης και φωλεύουν."
Εκίνησαν να φύγουνε, ξανάρχισαν οι σπιούνοι:
"Ασ'το νεκρό μανάρα μου κι έλα μαζί να πιούμε."

Τα παίρνει τότε ο Κωνσταντής, και ξεκαβαλικεύει.
"Πες Αρετή αδερφούλα μου, μήπως μου'χεις πεινάσει;
Μήπως ορέγεσαι πουλί, σπιούνο ξεροψημένο;"

Άκουσαν τότε το νεκρό τα μοχθηρά πουλάκια,
αφησαν όλα τις μπηχτές κι αδιάφορα σφυρούσαν
Και το μικρό πουλί λαλεί και λέει στ'αδερφάκια:
"Κοιτάχτε δω την κάλτσα μου, τι μακριά που είναι,
χρωματιστή και πλουμιστή, περίτεχνα πλεγμένη.
Λέω το δεντρί ν'αφήσουμε, στην πολιτεία να πάμε
και μαγαζί ν'ανοίξουμε, τις κάλτσες να πουλάμε."

Κι απο εκείνον τον καιρό όταν κανείς κοιτάξει
στα ράφια κάθε μιας μπουτίκ, ετούτο θα θαυμάσει:
τρία πουλάκια κάθονται, και το'να πλέκει κάλτσες.

selidotaksidiotis είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.