Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

....

Ανέκαθεν…σε ολόκληρη τη ζωή του είχε μάθει να είναι ανεξάρτητος. Πονούσε μόνος, σκεφτόταν μόνος, πορευόταν στο δρόμο της ζωής….μόνος. Αρρώσταινε και γινόταν καλά μόνος, έλυνε τις διαφορές του μόνος, και πάλευε πάντα μόνος…. Λέξεις όπως ομάδα, συντροφικότητα και αλληλεγγύη, ήταν εντελώς άγνωστες για εκείνον.
Ζούσε σε μια καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού στην άκρη του κόσμου. ΤΑ λιγοστά χρήματα που κέρδιζε ήταν από μαγκούρες που λάξευε μόνος του και κάποια χειροποίητα ξύλινα διακοσμητικά που πουλούσε σε έναν γκαλερίστα.
Η εμφάνισή του ήταν ατημέλητη με μία επιμέλεια και φρεσκάδα την ίδια στιγμή αλλά μονάχα ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά.
Ο κόσμος πάντα πίστευε πως ήταν ένας βαθύτατα δυστυχισμένος και παραδομένος άνθρωπος, μα αυτός στα περίεργα βλέμματα των άλλων, χαμογελούσε χλευάζοντας τους από μέσα του. Ο κόσμος δεν ήξερε ότι η σχέση που είχε με τον ίδιο του τον εαυτό ήταν υπέροχη. Περνούσε πραγματικά καλά μέσα στην ερημιά του και δεν είχε ανάγκη κανέναν. Τα βράδια δειπνούσε συζητώντας με τον εαυτό του που ποτέ μα ποτέ δεν τον πρόδιδε και πάντοτε έστεκε ως καλός φίλος δίπλα του. Είχε θωρακίσει τη ζωή του από την κακία του κόσμου, από το ψέμα… και από όλα τα δεινά μιας κοινωνίας ανθρώπων. Ήταν πραγματικά γεμάτος….. Ώσπου μια μέρα πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής του αποφάσισε να κάνει μια ανασκόπηση αυτής.. Αναρωτήθηκε αν είχε κάνει καλά που επέλεξε αυτό το μονοπάτι, αν είχε κάνει καλά που τόσο εύκολα απέρριψε τη συντροφικότητα και μια ζεστή αγκαλιά, αν είχε κάνει καλά που δεν γνώρισε τη χαρά της πατρότητας και τα γέλια ενός δικού του παιδιού. Προσπαθούσε να ζυγίσει τα δεδομένα μέσα του μα το προχωρημένο της ηλικίας του σε συνδυασμό με μία ζωή απαλλαγμένη από έγνοιες τέτοιου είδους, έκανε την απορία του να μοιάζει με βουνό. Έτσι αποφάσισε να απευθυνθεί στον πιστό του φίλο που δεν ήταν άλλος από το ίδιο το είδωλό του. Στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη του χαμογελαστός και κοιτάζοντας τον εαυτό του, είπε. –Λοιπόν παλιέ και μοναδικέ μου φίλε….έκανα καλά όλα αυτά τα χρόνια που απομονώθηκα και διέγραψα τους ανθρώπους έτσι απλά; Και το είδωλό του συνοφρυώθηκε και σήκωσε απαλά τους ώμους του πριν πει….-Η ζωή αγαπητέ μου, είναι ένας τόπος γεμάτος επιλογές και συνέπειες. Κανένας δεν μπορεί να κρίνει κανέναν για εκείνες τις επιλογές ούτε καν ο ίδιος μας ο εαυτός πολλές φορές…..-Εμείς επιλέξαμε τη μοναξιά και την ερημιά κερδίζοντας έτσι ηρεμία και γαλήνη. Άλλοι επιλέγουν οικογένεια, κοινωνικό περίγυρο, πολλούς φίλους και τα λοιπά, απολαμβάνοντας όμορφες στιγμές μα και πολλά άσχημα….προδοσία, κακία, εκμετάλλευση, είναι μερικά από αυτά. -Εγώ εκείνο που ξέρω συμπλήρωσε το είδωλο στον καθρέφτη…είναι ότι είμαστε καλά τόσα χρόνια οι δυο μας….πολύ καλά…..και η συζήτηση τελείωσε εκεί.
Μα η συζήτηση με τον εαυτό του δεν τον γέμισε απόλυτα….το ερωτηματικό έστεκε ακόμα πάνω από το χιονισμένα από τα χρόνια κεφάλι του.
Βγήκε έξω από την καλύβα του και κάθισε επάνω σε μία πέτρα. Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε την πεδιάδα να απλώνεται στα πόδια του. Ξαφνικά το μάτι του συνέλαβε δύο μικρά πουλιά που πετούσαν παίζοντας μεταξύ τους. Το ένα από αυτά, προφανώς το αρσενικό χόρευε και τραγουδούσε προσπαθώντας να κερδίσει την καρδιά του θηλυκού. Η φύση ήταν πάντα σοφή και είχε απαντήσεις για όλα σκέφτηκε ο γέροντας………Είχε ξεχάσει μέσα στην ερημιά του την αξία του ίδιου του έρωτα…..
Έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό και για πρώτη φορά στη ζωή του είπε φωναχτά….. –Ίσως είναι δύσκολο να το καταλάβεις, αλλά αυτές τιςδύσκολες στιγμές και η παραμικρή βοήθεια….είναι τεράστια ανακούφιση….

1 σχόλιο:

fiorela είπε...

Ανοιξαν τότε οι ουρανοί, και κατέβηκε ο Χριστός καβάλα σ'ένα κατάλευκο γαιδούράκι. Έβγαλε μεσα απ'τον χιτώνα ένα καραφάκι ούζο και δυο μικρά ποτήρια, κι έκαναν σφηνάκια με τον παππού ως το πρωί...

(Ο Χριστός δηλαδή έκανε σφηνάκια ως το πρωί. Ο παππούς ξεψύχησε κατά τα μεσάνυχτα.)