Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

ΣΚοτάδι..

Ο κόσμος είχε μαζευτεί στην πλατεία για να απολαύσει το θέαμα. Ένας δυνατός άνδρας, ένας σύγχρονος Ηρακλής, θα τραβούσε 20 αυτοκίνητα με τα μαλλιά του. Αν μπορούσε κανείς να δει από ψηλά τον συγκεντρωμένο κόσμο θα έλεγε ότι μοιάζει με μελίσσι έτσι όπως βούιζε, με πάντα έτοιμο το σμήνος να τσιμπήσει αν χρειαστεί....το είχαν αυτό οι ανθρώπινες μάζες από την αρχή του χρόνου....ήταν πάντα έτοιμες να κάνουν κακό.
Η Λένα, της Δήμητρας η κόρη, κοίταζε το λαδωμένο σώμα του γίγαντα που εμφανίστηκε με τυμπανοκρουσίες μέσα από το πρόχειρο παραβάν που είχε στηθεί για το σκοπό του θεάματος. Τα μπράτσα του ήταν φουσκωμένα και το βλέμμα του θύμιζε άγριο άνδρα των σπηλαίων. Η Λένα αηδίασε μέσα της αλλά η Γεωργία η φίλη της, την κοίταξε με νόημα όπως έκανε πάντα όταν κάποιος της άρεσε. 
Παραδίπλα ένα αγόρι με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη έβλεπε τον γιγαντόσωμο άνδρα να στέκει από πάνω του σαν βουνό και αποφάσισε από την επομένη να τρώει όλο του το φαγητό για να μεγαλώσει γρήγορα και να του μοιάσει. Ο πατέρας του μικρού κρατώντας το χέρι του, σκεφτόταν ότι αν είχε το σώμα εκείνου του άνδρα ο κόσμος δεν θα τον χλεύαζε ποτέ ξανά και το παρατσούκλι που τόσο τον ενοχλούσε δεν θα τολμούσαν να το προφέρουν ποτέ μπροστά του....''ο κλανιάς''....θα εξαφανιζόταν, και ένας νέος άνδρας θα έπαιρνε τη θέση του, ένας νέος Αλέκος...αν...αν...αν... 
Ο Κώστας με το κεφάλι ψηλά και το μόνιμα υπεροπτικό του ύφος σκεφτόταν από μέσα του, ''πφφφ ο μαλάκας σαν παραγεμισμένη γαλοπούλα είναι, σίγουρα με μια καλοζυγισμένη γροθιά μου θα τον ξάπλωνα κάτω τον πούστη''...και έσφιξε μηχανικά τις γροθιές του.
Καθισμένος σε μια καρέκλα πλαστική στο απέναντι καφενείο ένας πιτσιρικάς παρατηρούσε τους παραπάνω και προσπαθούσε να μαντέψει τις σκέψεις τους...Στοιχημάτιζε με τον εαυτό του πως απόψε τα είχε καταφέρει. Σίγουρα η Λένα σκεφτόταν πόσο όμορφος έμοιαζε ο ημίγυμνος γίγαντας, η Γεωργία την κοροίδευε για αυτό και την έσπρωχνε με τον αγκώνα της, το μικροσκοπικό αγόρι δίπλα στον κύριο Αλέκο τον καθηγητή φυσικής του σκεφτόταν τα παιχνίδια του και ο κύριος Αλέκος αναρωτιόταν για τα αυριανά προβλήματα που θα τους έβαζε στην τάξη και ο οδηγός του αστικού λεωφορείου, ο μεγαλόσωμος με το ξυρισμένο κεφάλι κύριος Κώστας, έσφιγγε τα χέρια του πιασμένος από την κούραση όλης την ημέρας στο τιμόνι του...
Ο μικρός χαμογέλασε πλατιά...ο κόσμος ήταν όμορφος στα μάτια του εννιάχρονου παιδιού. Έβαλε στο στόμα το καλαμάκι και απόλαυσε την κόκα κόλα του...το θέαμα ξεκινούσε. Ιδέα δεν είχε ότι πέντε μέρες μετά το αστικό λεωφορείο θα τον έλιωνε μαζί με το ποδήλατό του κάτω από τις ρόδες του....






Δεν υπάρχουν σχόλια: